-
1 κατάσταση
[-ις (-εως)] η1) положение, состояние; обстановка; конъюнктура;ψυχική (παθολογική) κατάσταση — душевное (болезненное) состояние;
αεριώδης κατάσταση — газообразное состояние;
κατάσταση έλλειψης βαρύτητας — состояние невесомости;
κατάσταση τής οδού — состояние дороги;
διεθνής κατάσταση — международное положение;
εμπόλεμος κατάσταση — военное положение; — состояние войны;
κατάσταση πολιορκίας — осадное положение;
η κατάσταση των πραγμάτων — положение вещей, положение дел;
άνθρωπος της κατάστασης — конъюнктурщик;
είμαι ( — или βρίσκομαι) σε δύσκολη κατάσταση — быть в затруднительном положении;
2) перечень, список; опись, реестр; ведомость;μισθοδοτική κατάσταση — ведомость на зарплату;
3) воен. служебное положение;κατάσταση ενεργείας — действительная служба;
κατάσταση διαθεσιμότητας — действующий резерв;
κατάσταση αποστρατείας — положение отставника;
§ είμαι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση — быть в интересном положении, быть беременной;
είμαι σε καλή κατάσταση — иметь состояние, быть состоятельным человеком;
είμαι σε κατάσταση να... — быть в состоянии (сделать что-л.);
τί κατάσταση είναι αυτή;
, что здесь происходит?;δεν είναι κατάσταση αυτή! — так дальше продолжаться не может!;
ορίστε κατάσταση! — смотрите, до чего мы дошли!
-
2 μισθοδοτικός
η, ό[ν] относящийся к выплате жалованья;μισθοδοτική κατάσταση — ведомость на зарплату
См. также в других словарях:
μισθοδοτικός — ή, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθοδότη ή στη μισθοδοσία («μισθοδοτική κατάσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek