Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μικτό

  • 1 μικτο

         μῖκτο
        μῖκτο, μίκτο
        эп. 3 л. sing. aor. 2 med. к μίγνυμι См. μιγνυμι

    Древнегреческо-русский словарь > μικτο

  • 2 μικτο...

        μίκτο...
        μῖκτο, μίκτο
        эп. 3 л. sing. aor. 2 med. к μίγνυμι См. μιγνυμι

    Древнегреческо-русский словарь > μικτο...

  • 3 μιγνυμι

        тж. μιγνύω и μίσγω (fut. μίξω, pf. μέμιχα; эп. 3 л. sing. aor. 2 med. ἔμικτο и μῖκτο или μίκτο; pass.: fut. μιχθήσομαι, fut. 2 μιγήσομαι, fut. 3 μεμίξομαι, aor. 1 ἐμίχθην, aor. 2 ἐμίγην, pf. μέμιγμαι; эп. inf. μιχθήμεναι и μιγήμεναι; эп. 2 л. conjct. μῐγήῃς - 3 л. pl. μιγέωσι)
        1) мешать, смешивать

    (οἶνον καὴ ὕδωρ, ἅλεσσι εἶδαρ Hom.; μέλι σὺν γάλακτι Pind.; γάλα τινί Aesch.; γῆν οὐρανῷ Plut.)

    ; pass. быть смешанным
        

    (κονίῃσι и ἐν κονίῃσι Hom.; ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον NT.)

        μίσγεσθαι ἐς Ἀχαιούς Hom. — входить в толпу ахейцев;
        σύλλογος νέων καὴ πρεσβυτέρων μεμιγμένος Plat. — собрание, состоящее из молодых и стариков;
        ταύρου μεμίχθαι καὴ βροτοῦ διπλῇ φύσει Eur. ap. Plut.иметь двойственную природу быка и человека ( о Минотавре)

        2) соединять, связывать
        

    μῖξαι χεῖράς τε μένος τε Hom. — схватиться врукопашную;

        μισγέμεναι τινὰ κακότητι καὴ ἄλγεσι Hom.обрекать кого-л. на бедствия и скорбь;
        ξὺν κακοῖς μεμιγμένος Soph. — обреченный на страдания;
        μῖξαί τινα ἄνθεσι Pind.украсить кого-л. цветами;
        πότμον μῖξαί τινι Pind.принести кому-л. смерть;
        κλισίῃσι μιγήμεναι ἠδὲ νέεσσιν Hom.прорваться до (ахейских) палаток и кораблей

        3) pass. быть соединенным или связанным, общаться
        

    (τινι Hom.)

        μίξεσθαι ξενίῃ Hom. — быть связанным узами гостеприимства;
        ἐν αἱμακουρίαις μέμικται Pind. — он присутствует на гемакуриях;
        ἐν δαῒ или ἐν παλάμῃσι μιγῆναι Hom. — вступать в бой друг с другом;
        ἔσω μ. Hom. — проникнуть в дом;
        μ. ὑπὲρ ποταμοῖο Hom. — переправиться через реку;
        ἔμιχθεν στεφάνοις Pind. — они были увенчаны;
        ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν Pind.они достигли почестей

        4) pass. (тж. μ. (ἐν) φιλότητι или εὐνῇ Hom., Hes.) вступать в любовную связь Hom.; ( о животных) спариваться

    Древнегреческо-русский словарь > μιγνυμι

  • 4 ανατρεχω

        (fut. ἀναδραμοῦμαι - в Anth. ἀναδράμομαι)
        1) бежать наверх, взбегать, бегом взбираться
        

    (πρός τι Thuc., Plut., κατά τι Xen. и εἴς τι Arst.)

        2) быстро подниматься, вскакивать
        

    (ἐκ τῆς κοίτης Her.; ἀπὸ θαλάσσης ἀνέδραμε νέφη Plut.)

        3) выскакивать
        4) (pf.-praes.) подниматься, выситься
        5) вырастать
        βλαστὸς ἐκ τοῦ στελέχεος ἀναδεδραμηκώς Her. — побег, выросший из ствола;
        ἀναδραμεῖν εἰς τὸ πρῶτον ἀξίωμα Plut.достигнуть высших почестей

        6) отбегать назад, поспешно отступать
        

    ἀνέδραμε, μίκτο δ΄ ὁμίλῳ Hom. — он отступил и смешался с толпой;

        ἀνατρεχούσης εἰς αὑτέν θαλάττης Plut.во время морского отлива

        7) возвращаться
        

    (ἐπί τι Polyb. и εἴς τι Polyb., Diod.)

        εἰς τέν αὑτοῦ φύσιν ἀναδραμεῖν Plut.вернуться к своим старым привычкам

        8) пробегать, перен. рассказывать
        

    ἀ. τοῖς χρόνοις Polyb. — говорить о прошлом;

        ὕμνῳ ἀ. τι Pind.воспевать что-л.

        9) исправлять, заглаживать
        

    (τέν ἐλάττωσιν Plut., Luc.)

        ἀ. ἐπειρῶντο κατὰ δύναμιν Polyb.они всячески старались загладить свою вину

    Древнегреческо-русский словарь > ανατρεχω

  • 5 βάρους

    центр тяжести;
    2) тяжесть; груз; ноша; 3) вес;

    ατομικό (μοριακό) βάρους — атомный (молекулярный) вес;

    ειδικό βάρους — удельный вес;

    βάρους καθαρό — вес нетто;

    μικτό βάρους — вес брутто;

    αυξάνω το βάρους — или βάζω βάρους — прибавлять в весе;

    ελαττώνω ( — или μειώνω) το βάρους — или χάνω βάρους — терять в весе;

    βάρουςους εκατό κιλών — весом в сто килограммов;

    4) балласт;
    5) перен. тяжесть (в голове, желудке и т. п.);

    έχω κάποιο βάρους στην καρδιά — у меня на душе какая-то тяжесть;

    τό έχω βάρους στην ψυχή μου — чувствовать тяжесть на душе, угрызения совести из-за чего-л.;

    6) перен. тяжесть, груз, бремя, обуза; забота;
    πλ. тяжёлое бремя; страдание;

    φορολογικά βάρουςη — налоговое бремя;

    οικογενειακά βάρουςη — семейные заботы;

    βάρους των φροντίδων — бремя забот;

    βάρους των ετών — груз лет;

    αναδέχομαι όλον το βάρους — брать всю ответственность на себя;

    δεν παίρνω κανένα βάρους επάνω μου — не брать на себя никакой ответственности;

    όλα τα βάρουςη πέφτουν σε... — вся тяжесть лежит на...;

    είμαι ( — или κάνω) βάρους σε ( — или γιά) κάποιον — быть обузой для кого-л;

    μη προς βάρους... — если вас не затруднит...;

    7) перен. вес, значение, влияние, авторитет;

    ο έχων βάρους — весомый;

    έχει βάρους ο λόγος (η γνώμη) του — его слово (мнение) имеет вес;

    8) гиря;
    9) πλ. спорт, штанга;

    άρση βάρουςών — тяжёлая атлетика;

    αθλητής άρσεως βάρουςών — штангист;

    σηκώνω βάρουςη — поднимать штангу;

    10) спорт, вес;

    σωματικό βάρους — весовая категория;

    παλαιστές υπερελαφρών (ελαφρών, ημιμέσων, μέσων, βαρέων) βάρουςών — борцы наилегчайшего (лёгкого, полусреднего, среднего, тяжёлого) веса;

    11) юр.:

    βάρους αποδείξεως — обязательство предста- вить доказательства;

    12):

    εις βάρους κάποιου — а) за чеи-л. счёт, на чеи-л. счёт; — б) в ущерб кому-л.;

    τα έξοδα εις βάρους μου — расходы за мой счёт;

    § λέγονται πολλά εις βάρους σας ο — вас говорят много плохого;

    γελούν εις βάρους του — над ним смеются

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βάρους

  • 6 μικτός

    η, ό[ν]
    1) смешанный (в разя, знач);

    μικτά σχολεία — смешанные школы, школы с совместным обучением;

    μικτ γάμος — смешанный брак;

    μικτη γλώσσα — смешанный язык (димотика и кафаревуса);

    μικτα δικαστήρια — смешанные суды (для разбора дел между иностранцами и коренными жителями в Египте);

    μικτό βάρος — вес-брутто;

    μικτή ομάδα — спорт, сборная клубов;

    2) мат.:

    μικτ αριθμός — смешанное число

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μικτός

См. также в других словарях:

  • μῖκτο — μίγνυμι mix aor ind pass 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίκτο — μίγνυμι mix aor ind pass 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • μπρούτο — το άκλ. το συνολικό βάρος ενός εμπορεύματος μαζί με τη συσκευασία του, το μικτό βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. brut «σε μικτό βάρος» < λατ. brutus «βαρύς» ή, κατ άλλους, από ιταλ. brutto] …   Dictionary of Greek

  • ακαθάριστος — η, ο [καθαρίζω] 1. αυτός που δεν έχει καθαριστεί, ο ακάθαρτος «ακαθάριστο σπίτι», «ακαθάριστο ποτήρι» 2. εκείνος πού δεν έχει απαλλαχθεί από ξένες ουσίες ή απορρίμματα «ακαθάριστο σιτάρι», «ακαθάριστο χωράφι» 3. ο αξεφλούδιστος «ακαθάριστα μήλα»… …   Dictionary of Greek

  • αμπελόκηπος — ο κτήμα μικτό από αμπελώνα και κήπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κήπος] …   Dictionary of Greek

  • απόβαρο — Η διαφορά ανάμεσα στο μεικτό βάρος ενός συσκευασμένου εμπορεύματος και το καθαρό (πραγματικό) βάρος του. Το α. που λέγεται και τάρα, υπολογίζεται με ζύγισμα των κενών δοχείων ή με υπολογισμό του βάρους τους ή ακόμα και με προσυμφωνία ανάμεσα στον …   Dictionary of Greek

  • ιεράκιο — (Ηieracium). Γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των συνθέτων. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το όνομά του ετυμολογείται από τη λέξη ιέραξ (γεράκι), επειδή οι αρχαίοι πίστευαν ότι το αρπακτικό αυτό πτηνό δυνάμωνε την όρασή του τρώγοντας τον βλαστό του …   Dictionary of Greek

  • μεσοκάθαρος — και μισοκάθαρος, η, ο (Μ μεσοκάθαρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι τελείως καθαρός 2. (για αλεύρι) αυτός από τον οποίο δεν έχει αφαιρεθεί όλο το πίτουρο 3. (για ψωμί) κατασκευασμένος από μικτό, πιτυρούχο αλεύρι μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσοκάθαρον… …   Dictionary of Greek

  • μεσόχρους — μεσόχρους, ουν, και οος, οον (Α) αυτός που έχει μικτό χρώμα ή ποικίλα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χροος(< χρώς, χροός), πρβλ. λευκό χρους, ροδό χρους] …   Dictionary of Greek

  • μικτοβαρής — και μεικτοβαρής, ές 1. αυτός που έχει μικτό, δηλαδή όχι καθαρό, βάρος 2. το ουδ. ως ουσ. το μικτοβαρές το εμπόρευμα, στο βάρος τού οποίου υπολογίζεται και το βάρος τών μέσων συσκευασίας 3. φρ. «μικτοβαρής στάθμιση» ζύγισμα κατά το οποίο το βάρος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»