Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μετώπο-ι

  • 101 рог

    -а, πλθ. рога, -ов α.
    1. κέρατο, κέρας•

    рог оленьи -а τα κέρατα του ελαφιού•

    бараний -κέρατο κριαριού.

    || μτφ. καρούμπαλο στο μέτωπο (από χτύπημα).
    2. κόρνο, κέρας, κεράτιο καθώς και κάθε αντικείμενο από κέρατο ή κερατοειδές.
    3. μτφ. βραχίονας, μπράτσο•

    -а якоря οι βραχίονες της άγκυρας.

    4. παλ. ακρωτήρι• βραχίονας ποταμού ή θάλασσας.
    5. πλθ. -а κέρατα (σύμβολο απάτης του συζύγου από τη σύζυγο)•

    он давно носит -а από καιρό η γυναίκα του του έβαλε κέρατα ή τον κερατώνει.

    εκφρ.
    наставлять -а кому рог – α) βάζω κέρατα στον σύζυγο (τον ατζατίύ). β) βάζω κέρατα στο σύζυγο μιας παντρεμένης (είμαι εραστής της γυναίκας του)•
    обломать – (κλπ. συνώνυμα)•
    - а кому – τιθασσεύω, δαμάζω, συνετίζω, σωφρονίζω•
    сломить (стереть) рог комуπαλ. σπάζω την αντίσταση κάποιου, υποτάσσω•
    как из -а изобилия – σαν απο το κέρας της Αμάλθειας (άφθονα).

    Большой русско-греческий словарь > рог

  • 102 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 103 снабдить

    -бжу, -бдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снабжённый, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ. (με οργν.).
    προμηθεύω, εφοδιάζω•

    снабдить фабрику сырьм προμηθεύω τη φάμπρικα με πρώτες ύλες•

    снабдить фронт боеприпасами εφοδιάζω το μέτωπο με πυρομαχικά.

    || εξασφαλίζω•

    снабдить всем необходимым εφοδιάζω με όλα τα απαραίτητα.

    || επισυνάπτω.
    προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > снабдить

  • 104 сообщение

    ουδ.
    1. ανακοίνωση•

    сообщение ТАСС ανακοίνωση του ΤΑΣΣ•

    сообщение тайных сведений ανακοίνωση μυστικών πληροφοριών.

    2. είδηση•

    последние -я с фронта οι τελευταίες ειδήσεις από το μέτωπο.

    || έκθεση• εισήγηση.
    3. επικοινωνία•

    телефонное сообщение τηλεφωνική επικοινωνία.

    || συγκοινωνία•

    пути -я συγκοινωνιακές αρτηρίες•

    морское сообщение θαλάσσια συγκοινωνία•

    речное сообщение ποτάμια συγκοινωνία•

    железнодорожное сообщение σιδηροδρομική συγκοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > сообщение

  • 105 стабилизировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. σταθεροποιώ•

    стабилизировать фронт σταθεροποιώ το μέτωπο.

    σταθεροποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > стабилизировать

  • 106 стукнуть

    ρ.σ.
    1. χτυπώ•

    стукнуть кулаком по столу χτυπώ με τη γροθιά στο τραπέζι.

    2. κροτώ•

    -в дверь χτυπώ στην πόρτα.

    || μ. (απλ.) σκοτώνω, φονεύω• τραυματίζω. || μτφ. δέρνω.
    3. (για καιρό, χρόνο, εποχή) πλησιάζω, είμαι στα πρόθυρα, χτυπώ την πόρτα.
    4. τσουγκρίζω τα ποτήρια. || απρόσ. (για ηλικία) συμπληρώνω, κλείνω•

    ему -ло шестьдесять αυτός έ κλείσε τα εξήντα.

    εκφρ.
    в голову -ло кому – του κατέβηκε κάποιου στο κεφάλι (η σκέψη)•
    водка -ла в голову ему – τον χτύπησε η βότκα στο κεφάλι (τον μέθυσε).
    χτυπώ, -ιέμαι•

    стукнуть головами χτυπιόμαστε με τα κεφάλια•

    стукнуть лбом об стену χτυπώ με το μέτωπο στον τοίχο.

    Большой русско-греческий словарь > стукнуть

  • 107 угодить

    угожу, угодишь
    ρ.σ.
    1. ευχαριστώ, ικανοποιώ, ευαρεστώ, κάνω το θέλημα ή το χατήρι κάποιου•

    на всех не -дишь όλους δεν μπορείς να του ευχαριστήσεις, όλων τα χατή-ρια δεν μπορείς να τα κάνεις.

    2. βρίσκομαι κάπου, πέφτω•

    он -ил в тюрьму αυτός έπεσε στη φυλακή•

    лиса -ла в капкан η αλεπού έπεσε στην παγίδα.

    || προσκρούω•

    в темноте -ил лбом в дверь στο σκοτάδι χτύπησα με το μέτωπο στην πόρτα.

    3. πετυχαίνω; πλήττω• χτυπώ•

    он -ил камнем в стекло αυτός με την πέτρα χτύπησε το τζάμι•

    снаряд -ил мост το βλήμα πέτυχε τη γέφυρα.

    4. συμπίπτω•

    он -ил прийти к самому обеду αυτός ήρθε ακριβώς στην ώρα του φαγητού.

    εκφρ.
    угодить на чей вкус – κάνω τα γούστα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > угодить

  • 108 фронтально

    επίρ.
    μετωπικά, κατά μέτωπο.

    Большой русско-греческий словарь > фронтально

  • 109 фронтальность

    θ.
    μετωπικότητα, η στάση κατά μέτωπο.

    Большой русско-греческий словарь > фронтальность

  • 110 фронтальный

    επ.
    1. μετωπικός•

    -ая атака η κατά μέτωπο επίθεση•

    фронтальный огонь τα μετωπικά πυρά.

    2. ομαδικός• καθολικός, σύμπας.

    Большой русско-греческий словарь > фронтальный

  • 111 чело

    -а, πλθ. чла, чл ουδ.
    1. παλ. μέτωπο προσώπου.
    2. το εξωτερικό στόμιο της ρωσικής θερμάστρας.
    3. οπή τροφοδότησης της της καμίνου.
    εκφρ.
    бить, ударить -ом кому – α) υποκλίνομαι, σε κάποιον, χαιρετώ με υπόκλιση, β) παρακαλώ κάποιον για κάτι. γ) υπερευχαριστώ, ευγνωμονώ κάποιον για κάτι•
    в - – Θ
    επικεφαλής.

    Большой русско-греческий словарь > чело

  • 112 чуб

    -а, πλθ. чубы α. τούφα μαλλιών (κρεμάμενη στο μέτωπο ανδρών).
    βλ. оседе-лец.

    Большой русско-греческий словарь > чуб

  • 113 щелчок

    -чка α. α.
    1. το απότομο δάκτυλο-χτύπημα, στράκα με το δάχτυλο•

    щелчок по носу το χτύπημα της μύτης με το δάχτυλο (στράκα)•

    щелчок по лбу δαχτυλοχτύπημα στο μέτωπο.

    || κρότος• πλατάγισμα στράκα•

    щелчок выключателя ο κρότος (το χρακ) του διακόπτη.

    2. προσβολή, άγγιγμα, πείραγμα.

    Большой русско-греческий словарь > щелчок

  • 114 μέχρι

    μέχρῐ, and [full] μέχρῐς, Adv.
    A as far as, so used chiefly in Prose and before a Prep., μέχρι πρός .. Pl.Ti. 25b, Criti. 118a;

    μ. εἰς X.An.6.4.26

    ;

    ἐς γόνυ μ. χιτῶνα ζώννυσθαι Call.Dian.11

    : before Advs. of Place or Time,

    μ. ἐνταῦθα Pl.Sph. 222a

    , al.;

    μ. δεῦρο τοῦ λόγου Id.Smp. 217e

    ; μ. ὅποι .. Id.Grg. 487c; μ. ὅπου .. Call.Del. 169;

    οὕτω μέχρι πόρρω D.18.163

    ;

    μ. τότε Th.8.24

    ;

    μ. τὰ νῦν Pl.Lg. 686b

    ; μ. νῦν (v.l. τοῦ νῦν) D.S.17.110;

    μ. καὶ νῦν Str.16.2.13

    ; μέχρι πότε χηρεύομεν; Ach.Tat.4.1.
    II Prep. c. gen., even to, as far as,
    1 of Place,

    μέχρι θαλάσσης Il.13.143

    ;

    μ. τοῦ γούνατος Hdt.2.80

    ;

    μ. τῆς πόλεως Th.6.96

    , cf. X.An.1.7.6, al.: rarely following its case,

    ὀμφαλοῦ μ. Pl.Lg. 925a

    , cf.Supp.Epigr.3.400.5 (Delph., iii B.C.).
    2 of Time, τέο μέχρις; i.e. τίνος μέχρι χρόνου; how long? Il.24.128; μέχρις τεῦ; Callin.1.1: in Prose,

    μέχρι τούτου Hdt.1.4

    ; μέχρι οὗ, μέχρι ὅσου, Pl.Mx. 245a, Hdt.8.3, al.; μ. τοσούτου, ἕως ἂν .. Th.1.90;

    μ. τούτου,.. μέχρις ἂν ῥηθῶσιν Din.1.91

    , cf. Pl.Phd. 81d: with the Art., τὸ μ. ἐμεῦ up to my time, Hdt.3.10, 5.115; μ. τῆς ἐκείνου ζόης till the end of his life, Id.3.160;

    μ. ἡμερέων ἑπτά Id.6.12

    ;

    μέχρι Πυθίων Th.5.1

    ;

    μέχρι ἡλίου δύντος IG12.188.4

    .
    3 of Measure or Degree, μ. τοῦ δικαίου so far as consists with right, Th.3.82;

    μ. τοῦ δυνατοῦ Pl. R. 498e

    ; μ. ὑγιείας, μ. ἡδονῆς, ib. 559a, Grg. 500b;

    μ. θανάτου Ep.Phil.2.8

    .
    4 with Numbers to express a round sum, up to, about, nearly,

    μ. δώδεκα X.Smp.2.8

    , etc.: sts. without altering the case of the Subst.,

    τοὺς μ. τριάκοντα ἔτη γεγονότας Aeschin.2.133

    ; but

    πίνειν.. τοὺς μ. ἐτῶν τριάκοντα Apollod.Car.5.19

    ; μ. τινὸς πλήθους up to a certain number, Aen.Tact.15.3: hence, just short of,

    μ. κόρου μετρεῖσθαι J.BJ2.8.5

    .
    5 in Hdt., μέχρι οὗ is sts. used like the simple

    μέχρι, μέχρι οὗ ὀκτὼ πύργων 1.181

    ;

    μέχρι οὗ τροπέων τῶν θερινέων 2.19

    ; μ. ὅτεν πληθώρης ἀγορῆς ib. 173.
    III as a Conj., until, c. ind.,

    μέχρι.. ὁρμὴ ἐνέπεσε Th.4.4

    , cf. Pl.Smp. 220d;

    μ. σκότος ἐγένετο X.An.4.2.4

    ; μέχρι ἄν c. subj., ib.1.4.13, 2.3.24;

    μέχρις ἂν ἥλιος δύῃ IG12(5).647.17

    ([place name] Ceos);

    μέχρις κε μένῃ Call.Sos.5.4

    : rarely without

    ἄν, μ. τοῦτο ἴδωμεν Hdt.4.119

    ;

    μ. πλοῦς γένηται Th.1.137

    ;

    μ. οὗ τι δόξῃ Id.3.28

    ;

    μέχρι τέκῃ Call.Sos.5.5

    ;

    μέχρις οὗ εἴπῃ Herod.2.43

    ;

    μ. καταντήσωμεν Ep.Eph.4.13

    ;

    μέχρις ἵνα ψαύσειε Call.Dian.28

    (s.v.l.): c. inf.,

    μ. σβεσθῆναι τὸ πῦρ App.Hisp.75

    ;

    μέχρις ἠῶ δῖαν ἱκέσθαι Q.S. 1.830

    ; also

    μέχρι ἂν ἕξιν λαβεῖν Ceb.35

    .
    2 as long as, whilst, c. ind., Th.3.10,98, Plb.1.62.4; μ. ἄν c. subj.,

    μέχρις ἂν ζῶσιν πονεῖν Men.633

    ;

    μέχρις ἂν ἐνδημῶσιν οἱ πρέσβεις Aen.Tact.10.11

    , cf. Epict. Ench.11; [dialect] Dor.

    μέχρι κα ζώη GDI1807.7

    (ii B.C.), al.—The [suff] μετώπο-ι is elided in IG12.115.15, Supp.Epigr.l.c.—Cf. ἄχρι throughout and sub fin.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέχρι

  • 115 čelo

    1) μέτωπο
    2) πρόσοψη

    Česká-řecký slovník > čelo

  • 116 průčelí

    1) μέτωπο
    2) πρόσοψη

    Česká-řecký slovník > průčelí

  • 117 forehead

    1) κούτελο
    2) μέτωπο

    English-Greek new dictionary > forehead

  • 118 front

    1) μέτωπο
    2) πρόσοψη

    English-Greek new dictionary > front

  • 119 przód

    1) μέτωπο
    2) πρόσοψη

    Słownik polsko-grecki > przód

См. также в других словарях:

  • μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …   Dictionary of Greek

  • μέτωπο — το 1. μέρος του προσώπου ανάμεσα στο τριχωτό της κεφαλής, τους κροτάφους και τα φρύδια: Έχει στενό μέτωπο. 2. η πρόσοψη κτιρίου, οικοπέδου κτλ., η φάτσα: Το σπίτι είχε μέτωπο στην πλατεία. 3. η πρώτη γραμμή στρατιωτικών επιχειρήσεων σε καιρό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτωπο κύματος — Η φανταστική επιφάνεια ενός κύματος, που ορίζεται από τον γεωμετρικό τόπο όλων των σημείων, τα οποία πάλλονται στην ίδια σταθερή φάση. Με άλλα λόγια, σε κάθε χρονική στιγμή, όλα τα σημεία που ανήκουν στο μ.κ. βρίσκονται στο ίδιο μέρος του κύκλου… …   Dictionary of Greek

  • Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο — Ελληνική αντιστασιακή οργάνωση, που έδρασε στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ. ΕΑΜ …   Dictionary of Greek

  • Λαϊκό Μέτωπο — Έτσι ονομάστηκαν, μετά το 1934, οι πολιτικοί συνασπισμοί που σχηματίστηκαν σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες με τη συμμαχία των κινημάτων και των πολιτικών κομμάτων της Αριστεράς. Ελατήρια πολιτικής τακτικής οδήγησαν στον παραμερισμό των σημαντικών… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»