-
21 лобовой
лобов||ойприл μετωπικός, κατά μέτωπο:\лобовой удар τό μετωπικό κτύπημά \лобовойая атака ἡ κατά μέτωπο ἐπίθεση. -
22 прифронтовой
επ.κοντά στο μέτωπο•прифронтовой госпиталь στρατιωτικό νοσοκομείο κοντά στο μέτωπο.
-
23 широкий
επ., βρ: -рок, -рока, -роко κ. -роко, πλθ. -роки κ. -роки; шире; широчайший.1. ευρύς, πλατύς, φαρδύς•-ая дорога πλατύς δρόμος•
-ие брюки φαρδύ παντελόνι.
|| μεγάλος•широкий шаг μεγάλο βήμα•
она перекрестилась -им крестом αυτή έκανε μεγάλο σταυρό.
|| εκτεταμένος•широкий военный фронт εκτεταμένο πολεμικό μέτωπο.
2. μτφ. μεγάλου αριθμού ή διαστάσεων, έκτασης•-ое совещание πλατιάσύσκεψη•
-ие массы οι πλατιές μάζες•
в -их маштабах σε μεγάλη (ευρεία) κλίμακα•
в -их размерах σε ευρείες διαστάσεις•
-ие планы μεγάλα πλάνα•
-ая популярность μεγάλη δημοτικότητα•
широкий круг вопросов ευρύς κύκλος ζητημάτων•
-ая поддержка πλατιά υποστήριξη.
|| πολυάριθμος•широкий читатель πολυάριθμοι αναγνώστες•
широкий зритель πολυάρ ιθμοι θεατές.
εκφρ.широкий экран – το σινεμασκόπ, ευρεία οθόνη•широкий звук (. – γλωσ.) ανοιχτός ήχος (φθόγγος)•- им фронтом – παντού, σε πλατύ μέτωπο•на -ую руку ή ногу – κ. παλ. -ой рукой πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•сделать широкий жест – κάνω ευγενική χειρονομία, αξιέπαινη πράξη. -
24 μετωποσκοπος
-
25 μετωποσωφρων
2, gen. ονος со скромностью на челе, т.е. скромный(Aesch. - v. l. σεσωφρονισμένος)
-
26 лоб
το μέτωπο, το κούτελο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лоб
-
27 поверхность
η επιφάνει/α, το εμβαδόνвинтовая - мат. ελικοειδής -лицевая - (строительного камня) η έξω/κατεργασμένη - (του οικοδομικού λίθου)ненесущая - ав. μη φέρουσα -несущая - ав. φέρουσα -оптически плоская - (опт.элн.) οπτικά επίπεδη -тепловоспринимающая - см. теплопогло -щающая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поверхность
-
28 фронт
το μέτωποη γραμμήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фронт
-
29 лишь
лишь: \лишь бы... φτάνει να…, μονάχα να...· \лишь только он вошёл... μόλις μπήκε... лоб м το μέτωπο* * *лишь бы… — φτάνει να..., μονάχα να…
лишь то́лько он вошёл… — μόλις μπήκε...
-
30 лоб
мτο μέτωπο -
31 гладкий
гладк||ийприл1. (ровный) λείος, ίσιος, ὁμαλός:\гладкийая поверхность ἡ λεία ἐπιφάνειά \гладкийая стена ὁ γυμνός τοίχος· \гладкий лоб τό ἰσιο μέτωπο·2. перен (плавный) ὁμαλός, ρέων3. (холеный, сытый) разг καλοθρεμμένος, παχουλός· ◊ с него́ взятки \гладкийи разг δέν ἐχει νά βγεί τίποτε ἀπ' αὐτόν. -
32 гореть
гор||етьнесов1. καίω, καίγομαι:лампа \горетьит ἡ λάμπα καίει, ἡ λάμπα εἶναι ἀναμμένη· дом \горетьи́т τό σπίτι καίγεται· \горетьи́т! (при пожаре) φωτιά!, πυρκαϊά!·2. (топиться \гореть о печке) καίω, εἶμαι ἀναμμένος·3. (быть в жару) καίω (ἀπ' τόν πυρετό), φλέγομαι:голова \горетьит τό μέτωπο καίει·4. (сверкать, блестеть) λάμπω, ἀστράφτω, ἀκτινοβολώ, σπινθηροβολώ:глаза \горетьят τά μάτια πετάνε σπίθες·5. (испытывать сильное чувство) φλέγομαι:\гореть желанием φλέγομαι ἀπ' τήν ἐπιθυμία, ἐπιθυμώ διακαώς· ◊ земля \горетьит у него под ногами κάθεται σ' ἀναμμένα κάρβουνα· у нее все \горетьит в руках εἶναι χρυσοχέρα· не \горетьи́т! (не к спеху) разг δέν μᾶς κυνηγάει κανείς, δέν εἶναι βία. -
33 единый
еди́н||ыйприл1. (единственный) μόνος, μοναδικός:ни \единыйой души нет δέν ὑπάρχει ψυχή·2. (объединенный) ἐνιαίος:\единый фронт τό ἐνιαίο μέτωπο· \единыйое целое τό ἐνιαΐο σύνολο· ◊ все до \единыйого ὅλοι ὡς τόν τελευταίο, ὅλοι ἀνεξαιρέτως. -
34 капать
кап||атьнесов в разн. знач. στάζω, σταλάζω:пот \капатьает со лба στάζει ίδρωτας ἀπό τό μέτωπο· дождь \капатьает ψιχαλίζει· ◊ над нами не \капатьлет разг δέν μᾶς κυνηγάει κανείς. -
35 лоб
лобм τό μέτωπο[ν], τό κούτελο:на-хму́рить \лоб κατσουφιάζω, συνοφρυοῦμαι· ◊ быть семи́пя́дей во лбу́ погов. εἶμαι σο<ρός· пустить себе пулю в \лоб τινάζω τά μυαλά μου στόν ἀέρα, αὐτοκτονώ. -
36 морщить
морщитьнесов ζαρώνω, σουφρώνω:\морщить лоб σουφρώνω τό μέτωπο. -
37 народный
народн||ыйприл λαϊκός, ἐθνικός:\народныйое хозяйство ἡ λαϊκή οἰκονομία· \народныйое достояние ἡ ἐθνική περιουσία, τό κτήμα τοῦ λαού· \народныйая власть ἡ λαϊκή ἐξουσία· \народный фронт τό λαϊκό μέτωπο· страны \народныйой демократии οἱ χώρες τής λαϊκής δημοκρατίας' \народныйая песня τό λαϊκό τραγούδι, τό δημώδες ἄσμα· \народный учитель ὁ δημοδι-δάσκαλος· \народный артист ὁ λαϊκός καλλιτέχνης· \народный суд см. нарсуд. -
38 обтирать
обтиратьнесов1. σκουπίζω, σφουγγί-ζω:\обтирать лоб σκουπίζω τό μέτωπο·2. (одеколоном и т. п.) τρίβω, ἀλείβω·3. (приводить в негодность) φθείρω, τρίβω, τρώγω. -
39 открытый
открыт||ый1. прич. от открыть·2. прил (отворенный) ἀνοιχτός, ἀνοιγμένος·3. прил (непокрытый, неукрытый) ἀσκεπης, ἀκάλυπτος, ξεσκέπαστος:\открытыйая шея ὁ γυμνός λαιμός· с \открытыйой головой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· \открытый автомобиль αὐτοκίνητον ἀνοικτὅ4. (прямой, искренний) ἀνοιχτός, είλικρινής, εὐθύς:с \открытыйой душой μέ ἀνοιχτή καρδιά·5. (доступный для всех, свободный) ἀνοιχτός, ἐλεύθερος:вход \открытый είσοδος ἐλευθέρα· при \открытыйых дверях (о судебном заседании) μέ ἀνοιχτάς τάς θύρας· \открытыйое голосование ἡ ἀνοιχτή ψηφοφορία· \открытыйое письмо́ ἡ ἀνοιχτή ἐπιστολή·6. (явный) ἀπροκάλυπτος, πρόδηλος, δεδηλωμένος, προφανής:\открытыйая враждЯ ἀπροκάλυπτη ἔχθρά ◊ \открытый лоб τό φαρδύ μέτωπο· \открытыйое платье φόρεμα ντεκολτέ, ἡ ἐξωμος τουαλέτα· \открытыйая рана ἡ ἀνοιχτή πληγή· \открытыйая игра τό ἀνοιχτό παιχνίδι· в \открытыйом поле στό ὕπαιθρο· на \открытыйом воздухе στό ὕπαιθρο· \открытыйое мо́ре ἡ ἀνοιχτή θάλασσα· выйти в \открытыйое море βγαίνω στ' ἀνοιχτά· оставля́ть вопрос \открытыйым ἀφήνω τό ζήτημα ἀνοιχτό (или ἐκκρεμές)· ломиться в \открытыйую дверь ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα· действовать в \открытыйую ἐνεργώ στ· ἀνοιχτα. -
40 проступать
проступатьнесов, проступить сов βγαίνω, φαίνομαι:пот проступил на его́ лбу ίδρωσε τό μέτωπο του.
См. также в других словарях:
μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… … Dictionary of Greek
μέτωπο — το 1. μέρος του προσώπου ανάμεσα στο τριχωτό της κεφαλής, τους κροτάφους και τα φρύδια: Έχει στενό μέτωπο. 2. η πρόσοψη κτιρίου, οικοπέδου κτλ., η φάτσα: Το σπίτι είχε μέτωπο στην πλατεία. 3. η πρώτη γραμμή στρατιωτικών επιχειρήσεων σε καιρό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτωπο κύματος — Η φανταστική επιφάνεια ενός κύματος, που ορίζεται από τον γεωμετρικό τόπο όλων των σημείων, τα οποία πάλλονται στην ίδια σταθερή φάση. Με άλλα λόγια, σε κάθε χρονική στιγμή, όλα τα σημεία που ανήκουν στο μ.κ. βρίσκονται στο ίδιο μέρος του κύκλου… … Dictionary of Greek
Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο — Ελληνική αντιστασιακή οργάνωση, που έδρασε στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ. ΕΑΜ … Dictionary of Greek
Λαϊκό Μέτωπο — Έτσι ονομάστηκαν, μετά το 1934, οι πολιτικοί συνασπισμοί που σχηματίστηκαν σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες με τη συμμαχία των κινημάτων και των πολιτικών κομμάτων της Αριστεράς. Ελατήρια πολιτικής τακτικής οδήγησαν στον παραμερισμό των σημαντικών… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek