-
1 μεταχειρίζομαι
[мэтахиризомэ] р. употреблять, пользоваться, использовать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταχειρίζομαι
-
2 употреблять
употреб||лятьнесов в разн. знач. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:\употреблятьл ять деньги на что́-л. χρησιμοποιώ τά χρήματα γιά κάτι· \употреблятьлять непонятное слою μεταχειρίζομαι ἀκατάληπτη λεξη· \употреблятьля́ть что́-л. в пи́щу μεταχειρίζομαι κάτι στό φαγητό· \употреблятьлять (доверие) во зло́ ἐκμεταλλεύομαι τήν ἐμπιστοσύνη γιά κακούς σκοπούς· \употреблятьлять все средства μεταχειρίζομαι (или χρησιμοποιώ) ὅλα τά μέσα \употреблятьлиться χρη-σηιοποιούμαι:это слово теперь не \употреблятьля-ется αὐτή ἡ λέξη δέν χρησιμοποιείται πλέον. -
3 обращаться
обращаться 1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαι* \обращаться с просьбой απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση' \обращаться за помощью к кому-л. ζητώ βοήθεια από κάποιον \обращаться κ врачу αποτείνομαι στο γιατρό· \обращаться с призывом κάνω έκκληση 2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι 3) (с чём-л.) μεταχειρίζομαι* * *1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαιобраща́ться с про́сьбой — απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση
обраща́ться за по́мощью к кому́-л. — ζητώ βοήθεια από κάποιον
обраща́ться к врачу́ — αποτείνομαι στο γιατρό
обраща́ться с призы́вом — κάνω έκκληση
2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι3) (с чем-л.) μεταχειρίζομαι -
4 пользоваться
пользоваться 1) μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ 2) (извлекать выгоду ) επωφελούμαι 3) (обладать чём-л.) απολαβαίνω, χαίρω* \пользоваться уважением χαίρω της εκτίμησης· \пользоваться доверием χαίρω της εμπιστοσύνης* \пользоваться успехом έχω επιτυχία* * *1) μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ2) ( извлекать выгоду) επωφελούμαι3) (обладать чем-л.) απολαβαίνω, χαίρωпо́льзоваться уваже́нием — χαίρω της εκτίμησης
по́льзоваться дове́рием — χαίρω της εμπιστοσύ νης
по́льзоваться успе́хом — έχω επιτυχία
-
5 употребить
-
6 обращаться
обращать||ся1. (поворачиваться) γυρίζω, στρέφομαι:\обращатьсяся лицом к свету στρέφω τό πρόσωπο μου προς τό φῶς·2. (превращаться) μεταμορφώνομαι, μεταβάλλομαι, ἀλλάζω·3. (к науке и т. ἡ) προστρέχω, καταφεύγω:\обращатьсяся к первоисточникам προστρέχω στίς πρώτες πηγές·4. (с какими-л. словами, просьбой и т. п.) ἀπευθύνομαι, ἀποτείνομαι:\обращатьсяся к кому́-л. с улыбкой ἀπευθύνομαι μέ χαμόγελο σέ κάποιον \обращатьсяся за помощью к кому́-л. ζητῶ βοήθεια ἀπό κάποιον \обращатьсяся с призывом к кому́-л. κάνω ἔκκλησιν προς κάποιον \обращатьсяся с вопросом ἐρωτῶ, βάζω ἐρώτημα·5. эк. (оборачиваться) κυκλοφορώ·6. (обходиться с кем-л., с чем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι:хорошо́ \обращатьсяся φέρνομαι καλά, συμπεριφέρομαι καλά· ду́р-но (плохо) \обращатьсяся κακομεταχειρίζομαι, φέρνομαι ἄσχημα, ἀποπαίρνω·7. (пользоваться, применять) (μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:умело \обращатьсяся с чем-л. χειρίζομαι κάτι ἐπιδέξια -
7 использовать
-зую, -зуешьρ.δ.κ.σ.μ. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι• επωφελούμαι, δράττομαι•использовать местных ресурсов χρησιμοποιώ τις τοπικές πλουτοπαραγωγικές πηγές •» опыт передовиков χρησιμοποιώ την πείρα των πρωτοπόρων•
использовать каждую минуту δεν αφήνω ούτε λεπτό να πάει χαμένο• -использовать случай επωφελούμαι της ευκαιρίας.
χρησιμοποιούμαι, μεταχειρίζομαι. -
8 пользоваться
1. (употреблять, потреблять, применять) χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι 2. (использовать в своих интересах) επωφελούμαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пользоваться
-
9 использовать
-
10 владеть
владетьнесов1. κατέχω, εἶμαι κάτοχος·2. перен χειρίζομαι, μπορῶ νά χειριστώ (оружием, пером и т. п.)/ κατέχω (каким-л. языком)/ μεταχειρίζομαι (рукой, ногой)· ◊ \владеть собой συγκρατούμαι, δέν παραφέρομαι· \владеть аудиторией κρατώ τό ἀκροατήριο. -
11 ежовый
ежо́в||ыйприл τοῦ σκαντζόχοιρου, ἐχινοειδής· ◊ держать кого-л. в \ежовыйых рукавицах μεταχειρίζομαι κάποιον μέ αὐστηρότητα. -
12 нажимать
нажим||а́тьнесов1. πιέζω, πατῶ:\нажиматьа́ть кнопку (звонка) πατῶ τό κουμπί·2. перен πιέζω, ἀσκώ πίεση:\нажиматьа́ть на кого́-л. πιέζω (κάποιον)· \нажиматьать на все пружины μεταχειρίζομαι ὀλα τά μέσα. -
13 насилие
наси́л||иес ἡ βία, ὁ βιασμός, ὁ ἐκβιασμός, ἡ βιαιοπραγία / ὁ καταναγκασμός (принуждение):следы \насилиеия τά ἰχνη βίας (εκβιασμού)· применить \насилие μεταχειρίζομαι βία. -
14 обходиться
обходитьсянесов1. (обращаться, поступать) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι; плохо \обходиться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον2. (стоить) κοστίζω, στοιχίζω·3. (удовлетворяться) βολεύομαι, περνώ μέ...:\обходиться ста рублями μπορώ νά περάσω μέ ἐκατό ρούβλια· \обходиться без чего́-л. βολεύομαι χωρίς κάτι. -
15 пользоваться
пользоватьсянесов1. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ·2. (использовать, извлекать выгоду) ἐπωφελοῦμαι:\пользоваться передышкой ἐπωφελοῦμαι ἀπό τήν ἀνάπαυλα· \пользоваться своим преимуществом χρησιμοποιώ τήν πλεονεκτική μου θέση· \пользоваться случаем ἐπωφελοῦμαι τής εὐκαιρίας·3. (обладать чем-л.) ἀπολαύω, χαίρω:\пользоваться права́ми (привилегиями) ἀπολαύω δικαιωμάτων (προνομίων)· \пользоваться известностью (доверием) χαίρω φήμης (τής ἐμπιστοσύνης)· \пользоваться успехом ἔχω ἐπιτυχία· \пользоваться общим уважением ἀπολαύω τής γενικής ἐκτιμήσεως· не \пользоваться любовью εἶμαι ἀντιπαθής· \пользоваться спросом ἔχω ζήτηση. -
16 прибегать
прибегать Iнесов καταφεύγω, προστρέχω:\прибегать к чьему́-л. содействию καταφεύγω στή βοήθεια κάποιου· \прибегать к решительным мерам χρησιμοποιώ ἀποφασιστικά μέτρα· \прибегать к насилию μεταχειρίζομαι βίαприбега||ть IIнесов (προσ)τρέχω:он всегда́ \прибегатьл первым (на состязаниях) τερμάτιζε πάντα πρώτος. -
17 пружина
пружи́н||аж1. τό ἐλατήριο[ν], ἡ σούστα:часовая \пружина τό ἐλατήριο[ν] τοῦ ὠρολο-γιοῦ·2. перен τό ἐλατήριο[ν], τό κίνη-τρο[ν]· ◊ нажать на все \пружинаы μεταχειρίζομαι ὀλα τά μέσα, κινώ πάντα λίθον. -
18 средство
средств||ос1. в разн. знач. τό μέσον τρόπος:\средствоа производства τά μέσα τής παραγωγής· \средствоа сообщения τά μέσα ἐπικοινωνίας· \средствоа к существованию τά μέσα διαβιώσεως· использовать все \средствоа μεταχειρίζομαι (или χρησιμοποιώ) ὅλα τά μέσα·2. (медицинское и т. ἡ.) τό φάρμακο[ν]:\средство от насекомых τό ἐντομο-κτόνον перевязочные \средствоа τά ὑλικά ἐπι-δέσεως·3. \средствоа мн. (достаток) τά μέσα, οἱ πόροι ζωής, τά προς τό ζήν:денежные \средствоа τά χρήματα, τά κεφάλαια· человек со \средствоами εὔπορος ἄνθρωπος. -
19 архаизировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.αρχαΐζω, μιμούμαι τους αρχαίους, (στη φιλολογία, τέχνη κλπ.). || μεταχειρίζομαι αρχαϊσμούς. -
20 нажать
нажать 1-жму, -жмёшьρ.σ.1. πιέζω, πατώ, ζουπώ•нажать кнопку πατώ το κουμπί.
2. θλίβω, πατώ• στίβω.3. (στρατ.) περισφίγγω• πιέζω.4. μτφ. εξασκώ πίεση.5. μτφ. επιλαμβάνομαι δραστήρια, στρώνομαι για τα γερά. нажать на работу στρώνομαι στη δουλειά•нажать на учбу στρώνομαι στη μελέτη.
|| επιταχύνω το ρυθμό, σφίγγομαι, βάνομαι.εκφρ.нажать на все кнопки (пружины, педали) – ενεργώ παντοιοτρόπως, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα, κινώ γη και ουρανό.нажать 2-жну, -жнёшьρ.σ.μ.θερίζω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεταχειρίζομαι — μεταχειρίζομαι, μεταχειρίστηκα, μεταχειρισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: μεταχειρίζομαι : η μτχ. μεταχειρισμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (μεταχειρισμένο αυτοκίνητο → όχι καινούριο, χρησιμοποιημένο). Το ρ. είναι μεταβατικό (μεταχειρίζομαι κάτι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταχειρίζομαι — take in hand pres ind mp 1st sg μεταχειρίζω take in hand pres ind mp 1st sg μεταχειρίζω take in hand pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειρίζομαι — (ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργ μεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι) 1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη») 2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν… … Dictionary of Greek
μεταχειρίζομαι — μεταχειρίστηκα, μεταχειρισμένος, κάνω χρήση κάποιου, χρησιμοποιώ: Μεταχειρίζεται ξένες λέξεις στο λόγο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταχειρίζεσθε — μεταχειρίζομαι take in hand pres imperat mp 2nd pl μεταχειρίζομαι take in hand pres ind mp 2nd pl μεταχειρίζομαι take in hand imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) μεταχειρίζω take in hand pres imperat mp 2nd pl μεταχειρίζω take in hand pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειριζομένων — μεταχειρίζομαι take in hand pres part mp fem gen pl μεταχειρίζομαι take in hand pres part mp masc/neut gen pl μεταχειρίζω take in hand pres part mp fem gen pl μεταχειρίζω take in hand pres part mp masc/neut gen pl μεταχειρίζω take in hand pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειριζόμεθα — μεταχειρίζομαι take in hand pres ind mp 1st pl μεταχειρίζομαι take in hand imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) μεταχειρίζω take in hand pres ind mp 1st pl μεταχειρίζω take in hand pres ind mp 1st pl μεταχειρίζω take in hand imperf ind mp 1st pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειριζόμενον — μεταχειρίζομαι take in hand pres part mp masc acc sg μεταχειρίζομαι take in hand pres part mp neut nom/voc/acc sg μεταχειρίζω take in hand pres part mp masc acc sg μεταχειρίζω take in hand pres part mp neut nom/voc/acc sg μεταχειρίζω take in hand … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειριούμενον — μεταχειρίζομαι take in hand fut part mp masc acc sg (attic epic doric) μεταχειρίζομαι take in hand fut part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) μεταχειρίζω take in hand fut part mid masc acc sg (attic epic doric) μεταχειρίζω take in hand… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειρισαμένων — μεταχειρίζομαι take in hand aor part mp fem gen pl μεταχειρίζομαι take in hand aor part mp masc/neut gen pl μεταχειρίζω take in hand aor part mid fem gen pl μεταχειρίζω take in hand aor part mid masc/neut gen pl μεταχειρίζω take in hand aor part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειρισάμενον — μεταχειρίζομαι take in hand aor part mp masc acc sg μεταχειρίζομαι take in hand aor part mp neut nom/voc/acc sg μεταχειρίζω take in hand aor part mid masc acc sg μεταχειρίζω take in hand aor part mid neut nom/voc/acc sg μεταχειρίζω take in hand… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)