-
1 μεσόλευκος
μεσό-λευκος, ον,A middling white, χιτὼν πορφυροῦς μ. a tunic of purple shot with white, X.Cyr.8.3.13, cf. Luc.Alex.11; μ. χιτών alone, JHS41.195 (Delos, ii B. C.), D.C.36.52; opp. πορφύρεος, Ephipp. ap. Ath.12.537e;χλαμὺς μ. D.C.78.3
.II Subst., a precious stone, Plin. HN37.174.2 = λευκὰς ὀρεινή, ib.27.102.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόλευκος
-
2 μέσος
Grammatical information: adj.Meaning: `(being) in the middle, middle', of space, sime etc., τὸ μέσον `the middle' (Il.). Forms of somp.: μεσαί-τερος, - τατος (IA.; after παλαίτερος a.o.; Schwyzer 632), μέσ(σ)ατος (Il., Ar.; after ἔσχατος etc.), μεσσάτιος (Call.; like ἐσχάτιος), μεσάτιον name of a strap (Poll.; vgl. μέσαβον); μεσσότατος (A. R., Man.).Compounds: Very often as 1. member, e.g. μεσό-δμη, μεσ-ημβρία (s. vv.); also μεσαι-πόλιος `halfgrey, growing grey' (Ν 361; cf. e.g. μεσό-λευκος) like μεσαί-τερος not locatival, but metr. conditioned (Schwyzer 448).Derivatives: Also adjectives, partly stilistically formally enlarged, partly from (τὸ) μέσον: 1. μεσήεις = μέσος (M269; metr. enlargement at verse-end (after τιμήεις, τελήεις?), Risch $56e; see Debrunner Άντίδωρον 28 f. 2. μεσ(σ)ήρης = μέσος (E., Eratosth.; after ποδήρης a. o.). 3. μεσαῖος = μέσος (Antiph.; as τελευταῖος). 4. μεσάδιος `central' (Aeol. acc. to sch. D.T.; after διχθάδιος a. o., cf. also μεσάζω). 5. μεσίδιος `in the middle, equal' (Arist.); μεσίδιον n. `at a mediator deposed property' with - ιόω `make a deposite' (pap., inscr.). -- 6. μεσίτης m. `mediator, arbiter' (Redard 25 f., 260 n. 1) with - ιτεύω 'be a μ., balance', also `pawn' (Plb., pap., NT), - ιτεία `mediation, settlement, pawning' (J., pap.). 7. μέσης m. `wind between ἀπαρκτίας and καικίας' (Arist.; Schwyzer 461, Chantraine Form. 31), also μεσεύς = καικίας (Steph. in Hp.). -- 8. μεσότης, - ητος f. `middle, mediocre, moderation' (Pl., Arist.). -- 9. μεσακόθεν adv. `among, between' (Arcad. IVa), \< - αχόθεν after πανταχόθεν (Thurneysen Glotta 12, 146, Schwyzer 630); not with Bechtel Gött. Nachr. 1920, 244 to Goth. * midjunga in midjun[ga] gards. -- Denomin. verbs: 1. μεσόω `form the middle, be in...' (IA.); 2. μεσεύω `keep the mean, be neutral' (Pl. Lg., X., Arist.); 3. μεσάζω = μεσόω (LXX, D.S.). -- On μεσ(σ)ηγύς s. v.Origin: IE [Indo-European] [706] *medʰi̯o- `middle'Etymology: Old local adj., identical with Skt. mádhya-, Lat. medius, Germ., e.g. Goth. midjis, OHG mitti, IE *médhi̯os `in the middle'. More forms from several other languages in WP. 2, 261, Pok. 706f., W.-Hofmann s. medius, Mayrhofer s. mádhyaḥ, Feist Vgl. Wb. s. midjis, Fraenkel Lit. et. Wb. s. mẽdis, Vasmer Russ. et. Wb. s. mežá. Supposition on the prehistory (adjectiv. of an adverb *médhi?; cf. μετά) also in Schwyzer 461 a. 627.Page in Frisk: 2,214-215Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέσος
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… … Dictionary of Greek
καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… … Dictionary of Greek