-
1 μεριμνάς
-
2 μεριμνᾷς
-
3 μερίμνας
μερίμνᾱς, μέριμναcare: fem acc plμερίμνᾱς, μέριμναcare: fem gen sg (doric aeolic)μερίμνᾱς, μεριμνάωcare for: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
4 μεριμνᾷς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεριμνᾷς
-
5 ψαύω
Aψαῦον Il.13.132
; ψαύεσκον ([etym.] ἐπι-) Orph.L. 126: [tense] fut. , etc.: [tense] aor.ἔψαυσα Pi.N.5.42
, etc.: [tense] pf. ἔψαυκα ([etym.] παρ-) S.E.M.7.116:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐψαύσθην Dsc.2.14
: [tense] pf. ἔψαυσμαι ([etym.] παρ-) Hp.Morb.4.44:—touch, τινος Il.23.519, 806, Hdt.2.47. etc.;ἁπτόμενοι καὶ ψ. ἀλλήλων
in close contact,Plu.
Pyrrh.12: metaph.,μὴ ψαύειν ἀδικίας ὃν τρόπον οὐδὲ πυρός Phld.Rh.2.155S.
: c. dat. instr., ψαῦον.. κόρυθες.. φάλοισι the helmets touched with their φάλοι, Il.13.132, 16.216;τῇ κεφαλῇ τοῦ οὐρανοῦ ψ. Hdt.3.30
;χεροῖν.. ἔψαυσα πηγῆς A.Pers. 202
; : but the dat. is used for the gen. in Pi.P.9.120, Herod.4.75, Q.S.8.349 (cf.θιγγάνω 11.3
, προσψαύω):— ψαύω never takes acc. exc. inαἵματι ψαῦσαι θύρας Ezek.Exag. 158
: in S.Ant. 857, ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας, πατρὸς τριπόλιστον οἶκτον (v.l. οἶτον) , μερίμνας is gen. sg. and οἶκτον or οἶτον is acc. depending on ἔψαυσας.. μερίμνας, = ἐποίησάς με μεριμνᾶν; and ib. 961, κεῖνος ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, the construction is ἐπέγνω τὸν θεόν, ψαύων (sc. αὐτοῦ) he learned to know the god, assailing (him): later writers used the [voice] Pass. as if the [voice] Act. had a trans. sense, Dsc. l. c., Plu.2.951d.2 touch lightly. a way of feeling the pulse, opp. θλίβω, Gal.8.808: metaph., touch upon a subject, notice it slightly, Plb.1.13.8:—[voice] Med., c. acc. rei, touch lightly upon a subject, Gal.18(1).331.3 touch as an enemy, lay hands upon, τινος E.IA 1559: abs.,κλάοις ἄν, εἰ ψαύσειας A.Supp. 925
, cf. S.OC 856.6 Math., ἐπίπεδα ψαύοντα tangent planes, Archim.Con.Sph.17.II rarely in [voice] Pass., to be touched, of the star-fish,ἐνδίδωσι τὸ σῶμα καὶ περιορᾷ ψαυόμενον ὑπὸ τῶν παρατρεχόντων Plu.2.978b
, cf. 951d (if the comma be placed before, not after, οὐσίας) ; ὅσοι ὑπὸ τῶν Ἀμινναίων (sc. οἴνων) ψαύονται κεφαλῆς those who are affected in the head.., Dsc. 5.19.—The word is very rare in early Prose, Antipho 3.3.5, X. Mem.1.4.12: freq. later, Plb.1.13.8, al., Plu.2.589f, al. -
6 ψαύω
ψαύω, perf. pass. ἔψαυσμαι, aor. ἐψαύσϑην, berühren, antasten, befühlen; gew. c. gen.; Il. 23, 519. 806; h. Ven. 125; Her. 2, 47. 3, 30; Pind. N. 5, 42; Od. 6, 35; Aesch. χεροῖν καλιῤῥόου ἔψαυσα πηγῆς Pers. 198; εἰ τῆςδε χώρας μήποτε ψαύσει ποδί Ch. 180; Soph. Trach. 1002 O. R. 1405 u. öfter; Eur. Or. 369; μὴ ψαῦ' ὧν σε μὴ ψαύειν χρεών El. 223, u. öfter; selten in att. Prosa, wie Xen. Mem. 1, 4,12 Antipho 3 γ 5; ψαῠον κόρυϑες φάλοισιν Il. 13, 132. 11, 216 ist eigtl. die Helme stießen mit den Büschen an einander; Pind. P. 9, 124 vrbdt ὃς ἂν πρῶτος ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις, wer sie zuerst am Kleide berührte; vgl. Qu. Sm. 8, 349 ἄνω δ' ἔψαυε νέφεσσι τρυφάλεια; auch = feindlich angreifen, erreichen, treffen, so auch im med., Sp.; absolut, κἀμὲ φέρων ἐπ' ὠμοῖς ψαύει ματαίαις χερσίν, Soph. Trach. 562; O. C. 1541; übertr. von der Rede, κεῖνος ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν ϑεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, Ant. 951, wo der acc. ϑεόν von ἐπέγνω abzuhangen scheint, wenn man ihn nicht von ψαύω = λοιδορέω abhangen läßt; ib. 850 ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας ist μερίμνας entweder der gen. oder der accus., da ψαύων hier so viel wie »erwähnen«, »sagen« ist. – Uebertr. = leicht berühren, einen Gegenstand nur andeuten, ἐπὶ κεφαλαίων ψαύειν τῶν πράξεων Pol. 1, 13, 8, u. öfter, u. a. Sp.
-
7 σκεδάννῡμι
σκεδάννῡμι, auch σκεδαννύω (vgl. σκίδναμαι u. κίδνημι); fut. σκεδάσω, att. σκεδῶ, σκεδᾷς, σκεδᾷ, Ar. Vesp. 229 u. sonst, auch Her. 8, 68; perf. pass. ἐσκέδασμαι, aor. p. ἐσκεδάσϑην; – zerstreuen; von Menschen, auseinanderjagen, auch milder, auseinander gehen lassen, λαὸν μὲν σκέδασον, Il. 19, 171, vgl. 23, 158. 162, wo noch κατὰ νῆας hinzugesetzt ist; – von leblosen Dingen, ἠέρα μὲν σκέδασεν, er zerstreu'te, verscheuchte den Nebel, 17, 649; ἀπ' ὀφϑαλμῶν σκέδασ' ἀχλύν, 20, 341; auch τῶν νῠν αἷμα ἐσκέδασ' ὀξὺς Ἄρης, 7, 330, er sprengte das Blut rings umher, verspritzte es; dah. nach allen Seiten hin verbreiten, Hes. O. 95; πάχνην ϑ' ἑῴαν ἥλιος σκεδᾷ πάλιν, Aesch. Prom. 25; πρὶν σκεδασϑῆναι ϑεοῠ ἀκτῖνας, ehe sie sich verbreiteten, Pers. 494 (vgl σκίδναμαι); vertreiben, verscheuchen, μὴ σκεδάσαι τῷδ' ἀπὸ κρατὸς βλεφάρων ϑ' ὕπνον, Soph. Tr. 989; μερίμνας, Anacr. 30, 18; ἐσκεδάσϑησαν ἀνὰ τὰς πόλιας, Her. 5, 102; ἐσκεδασμένου τοῠ λόγου, 4, 14; τὸν ὄχλον τῶν ψιλῶν ἐσκεδασμένον, Thuc. 4, 56, wie ὁ ἄλλος ὅμιλος κατὰ πάντα ὁμοίως ἐσκεδάννυντο, zerstreu'ten sich, 112; ὥςτε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφϑείροντο, Plat. Prot. 322 b; ἐσκεδασμένων ἤδη τῶν ἀνϑρώπων, Conv. 221 a; τινὰς τῶν ἐσκεδασμένων ἐν τῷ πεδίῳ καϑ' ἁρπαγήν, die sich, um Beute zu machen, in der Ebene zerstreu't hatten, Xen. An. 3, 5, 2, u. öfter, wie Folgde; σκεδασϑέντες ἐς πᾶσαν τὲν πόλιν, Hdn. 7, 9, 17.
-
8 μέριμνα
μέριμνα, ἡ, Sorge, Kummer; H. h. Merc. 44. 160; Hes. O. 180; öfter bei Pind., ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν P. 8, 95, καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν I. 7, 13; auch ἐπίτροπος ἐὼν μήδεται τεαῖσι μερίμναις, Ol. 1, 108; ἀφίκου ἐς μέριμναν, Eur. Ion 404, öfter; μερίμνης ἄξιον φέρω λόγον, Hipp. 1157; Aesch. μέριμναν οὔποτ' ἐκλιπὼν πόνου, Eum. 127; ἀφελεῖν τινα τάςδε μερίμνας, 340; τῶν μὲν ἀρσένων μή μοι πρόςϑῃ μέριμναν, um die Männer, Soph. O. R. 1460; sp. D., μ. χαλεπαί σε τείρουσι, Flacc. 3 (V, 5); Anacr. 30, 18; εὕδουσιν αἱ μέριμναι, 43, 2; auch in sp. Prosa, λεπτὸν ὑπὸ μεριμνῶν, Plat. Riv. 134 b; S. Emp. adv. eth. 129. (Es hängt gewiß mit μέρος, μερίζω zusammen, die Sorgen theilen das Gemüth, machen es zwiespältig.) Davon
-
9 ψαυω
1) прикасаться, дотрагиваться(τινός Hom., Eur., Xen.; τινός и τινί Pind.)
μέ ψαύειν λέγω Soph. — не (сметь) трогать, говорю;τῇ κεφαλῇ τοῦ οὐρανοῦ ψ. Her. — касаться головой неба;ψ. и ψαύεσθαί τινος Plut. — соприкасаться с чем-л.;ἄπτεσθαι καὴ ψ. ἀλλήλων Plut. — соприкасаться (граничить) друг с другом, иметь смежные владения;τῆσδε χώρας ψ. ποδί Aesch. — ступить ногой на эту землю;χεροῖν ψ. πηγῆς Aesch. — ополоснуть руки в источнике;ψαῦον ἱππόκομοι κόρυθες φάλοισιν Hom. — шлемы (воинов) соприкасались конскими султанами;ἐπὴ κεφαλαίων ψ. τῶν πράξεων Polyb. — коснуться событий в общих чертах;ἔστιν ὅπη ψαύει τῆς ἀληθείας καὴ τὸ μυθῶδες Plut. — бывает, что и сказка в какой-то мере говорит истину2) затрагивать, задевать, оскорблять(ἄκρας καρδίας τινός Eur.; τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις Soph.)
3) пробуждать, растравлять, бередить(ἀλγεινοτάτας μερίμνας Soph.)
-
10 ἀνήρ
ᾰνήρ (ἀνήρ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα; ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἄνδρεσσι, ἀνδράσι(ν): ἆνέρι, ἆνέρα; ἆνέρες, ἆνέρων)1 man1 man in his prime.aπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ —διφρηλασίας O. 3.37
“ φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ” O. 4.26ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (τῷ τε Ἁγησίᾳ καὶ τοῖς τούτου προγόνοις. Σ.) O. 6.86ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν O. 7.8
τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου O. 8.58
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν, παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88
νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν O. 13.23
ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον (Hermann: ἀνδράσι codd.) P. 2.65 “ ἀνδρὸς αἰδοίου” P. 4.29δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22
δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι P. 5.86
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (i. e. husband) P. 9.118Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.33
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.49
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις N. 9.12
ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι ἄνδρες N. 9.33
ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας N. 9.38
ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.9
τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου I. 6.1
περικτίονας ἐνίκασε ἄνδρας I. 8.65
κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν fr. 29. 2.ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι Pae. 2.37
χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
ψοφὸν ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον Pae. 6.9
Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3. ( ψυχὰς) ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 5. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135. νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (fort. non omnia haec sunt Pindari, nott. Wil.) fr. 210. νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς Παρθ. 2. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (oxymoron intell. Schr.) fr. 203. 1.b specifically, men or heroes τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ Hagesias O. 6.18 ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.24 εὐθυμάχαν πελώριον ἄνδρα Diagoras O. 7.15 τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε Diagoras O. 7.89 ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν Epharmostos O. 9.13 ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Opous O. 9.65 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron P. 1.42 ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον Ixion P. 2.29 ἄιδρις ἀνήρ (Ixion = ἥρως v. 31) P. 2.37 σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν Arkesilas P. 4.1 ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason P. 4.79 ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ Jason P. 4.132 γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason P. 4.123 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες Euphamos and Periklymenos P. 4.173Ζήταν Κάλαίν τε ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας P. 4.182
βιατὰς ἀνὴρ Jason P. 4.236 καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί Arkesilas P. 5.107 ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos P. 6.38Τελεσικράτη γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4
ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον Hyperboreans P. 10.46 ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο Perseus P. 12.18 ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου Chromios N. 1.20 καὶ ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον Timodemos N. 2.3 καί τις ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν Peleus and Telamon N. 5.15 φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον Thearion? N. 7.62 ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν Aristagoras N. 11.11 τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Herodotos I. 1.34 εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων Xenokrates I. 2.17 ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν υἱὸς Ἀλκμήνας Herakles v. Fraenkel on Agam. 719. I. 4.53 λευκωθεὶς κάρα μύρτοῖς ὅδ' ἀνὴρ Melissos I. 4.70 κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς Lampon I. 6.18 “ λίσσομαι παῖδα θρασύν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Telamon I. 6.46 φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν Lampon ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72 “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” Paris. Πα. 8A. 19. ] τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος Aioladas and Pagondas. Παρθ. 2.. Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188.2 generally = ἄνθρωπος.aῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν κυλίνδοντ' ἐλπίδες O. 12.5
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ ( ἀνδρῶν cum τινα Σ: “ ἀνδρῶν γιγάντων intellego” Schr.: v. Radt, Mnem., 1966, 169f.) N. 1.65 ( ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (Hermann: ἄνδρεσσιν codd.) N. 6.10παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.29
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38
“ χρήματα χρήματ' ἀνήρ” I. 2.11εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1
ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (i. e. τῶν προγόνων) I. 3.13 οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀν-δρῶν I. 5.57
δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες, ὅστις Πα. 7B. 18.ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4
ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος Pae. 9.20
ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (v. l. ἀνθρώπων) fr. 213. 3. σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3.b contrasted with the godsἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν O. 1.54
εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64
προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς O. 8.8
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν O. 9.110
cf. O. 10.22, O. 11.10τάμἰ ἀνδράσι πλούτου O. 13.7
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι O. 13.16
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
( Χίρωνα)νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5
“ θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” P. 4.21 μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής sc. Battos P. 5.94Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον ἀνδράσι χάρμα φίλοις P. 9.64
θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ· εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς P. 10.22
ἀθάνατων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1
μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι).καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον (< θεῷ> supp. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. ]Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 5.3 generally, a man, anyone ὁ μὰνπλοῦτος ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56
αὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93
τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν, ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26
κεῖνος ἂν εἴποι τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει O. 8.63
Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.73
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21
ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.93
ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10
ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.99
ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56
οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.20
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39
ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
καὶ συγγένεἰ ἀνδρὶ φ[ ]στέρξαι Pae. 4.33
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 2. παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2.4 where the accompanying adj. or subs. bears the emphasis.a c. subs.ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας O. 1.79
μάτρωες ἄνδρες O. 6.77
μάντιες ἄνδρες O. 8.2
ἁγητὴρ ἀνὴρ P. 1.69
ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ P. 1.91
ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51
cf. P. 9.118b c. adj.οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μαργῶν ὑπ' ἀνδρῶν O. 2.96
Αἰτωλὸς ἀνὴρ O. 3.12
τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.7
ἀνδρῶν Ἀρκάδων O. 6.34
ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν O. 7.72
ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι P. 1.33
πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων P. 1.80
ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν P. 1.93
εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
ἐσλοῖσι ἀνδράσιν P. 3.66
Λακεδαι-μονίων ἀνδρῶν P. 4.257
βροτήσιος ἀνὴρ P. 5.3
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν P. 12.22
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων N. 3.41
Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ N. 7.64
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν N. 8.42
καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν N. 10.42
κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.34
[ἀνδ]ρὶ σοφῷ (supp. Lobel.) Πα. 1. 3. ἀνδρῶν δικαίων fr. 159. κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν fr. 212.c c.τις, ἄλλος τις. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31
εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87
5 frag. ]φυγον ἄνδρα[ Pae. 12.22
]ἔτι δ' ἄνδρ[ Pae. 21.21
κἀ]νδρῶν (supp. Snell.) Δ. 4. e. 4. ] ἀλαον ἀνδρὸς λ[ fr. 173. 3. -
11 ἕνεκεν
1 because of, thanks toτεᾶς πυγμαχίας ἕνεκεν κόσμον ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.12
τίν γε μέν, εὐθρόνου Κλεοῦς ἐθελοίσας, ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν δέδορκεν φάος N. 3.83
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν N. 6.34
φλέγεται δ' ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.3
τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνε[κε]ν μερίμνας σώφρονος Παρθ. 2.. ὁ νικῶν δὲ λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν ἀέθλων γ ἕνεκεν (γ om. codd. nonnulli: as far as games can give it) O. 1.99 -
12 ἐνίημι
-
13 ἔρις
ἔρῐς (ἔρις, ἔριδα, ἔριν.)1 struggleπρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων (i. e. ἡ πρὸς τοὺς κρείττονας ἔρις. Σ.) N. 10.72 met., οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι, ῥήματα πλέκων he would vie in praising met. from wrestling N. 4.93 frag., ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ ]λος τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον Παρθ. 2. 63. -
14 ὅδε
a this here, this before you, this presentI adj.ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.58
δέξαι τόνδε κῶμον O. 4.9
ἀγὼν ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14
αἰτήσων πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλειν O. 5.20
τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστὴρ O. 7.30
τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.10
τάνδ' ἁλιερκέα χώραν O. 8.25
τόνδ' ἀνέρα O. 9.110
τόνδε λαὸν O. 13.27
“ φίλτρον τόδ' ἱππεῖον δέκευ” O. 13.68ἰδοῖσα τόνδε κῶμον O. 14.16
ὔμμιν τόδε φέρων μέλος P. 2.3
τόδε μέλος nom. P. 2.67 “ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς” i. e. from Thera P. 4.14 “ ἐν τᾷδ' νάσῳ” P. 4.42 “ τάνδε νᾶσον ἐλθόντες” P. 4.51 δέδεξαι τόνδεκῶμον ἀνέρων P. 5.22
πόλιν τάνδε κόμιζε P. 8.99
ἵκεο βᾶσσαν τάνδε” P. 9.52 τρὶς δὴ πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι (Cyrene? Thebes?) P. 9.91τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων P. 10.65
δέξαι στεφάνωμα τόδ P. 12.5
καὶ ὅδ' ἀνὴρ N. 2.3
τάνδε νᾶσον Aigina N. 3.68ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι N. 3.76
τῷδε μέλει κλιθείς N. 4.15
καὶ τόδ' μέλος N. 4.44
νᾶσον εὐκλέα τάνδε N. 6.46
δάπεδον ἂν τόδε N. 7.83
τοῦδ' ἀνδρὸς I. 1.34
τούσδ' ὕμνους I. 2.45
τόνδε πορὼν γενεᾷ θαυμαστὸν ὕμνον I. 4.21
ὅδ' ἀνήρ I. 4.70
τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν I. 5.22
τάνδ' νᾶσον I. 6.21
“ ἀνδρὶ τῷδε” (v. l. τόνδε: Telamon) I. 6.46 “ ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” Herakles speaks I. 6.47τάνδε πόλιν I. 6.65
Ἰάονι τόνδε λαῷ [παι]ᾶνα [δι]ώξω Pae. 2.3
ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” Paris Πα. 8A. 19.τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ Pae. 15.1
τῶνδ ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος i. e. Aioladas and Pagondas, for whom the partheneion was composed *parq. 2. 62.b subs. “καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξ” Kastor N. 10.77 “ τόνδε δ' ἔπειτα πόσις σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ πελάσαις στάξεν ἥρως” Kastor N. 10.80 esp., m. pl., of the audience, Μοῖρ' ἅ τε πατρώιον τῶνδ ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον the Emmenidai O. 2.36 θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων (Boeckh: τῶν δ' ἐκείνων codd.: τῶν τε κείνων Heyne: the Stymphalians) O. 6.102 πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ the Aiginetans N. 8.14b prospective, pointing to what follows.I adj.,τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277
καὶ τόδ' ἐξαύδασ ἔπος N. 10.80
II subs.,εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86
“ ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ” N. 10.82θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν, φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.50
III frag. ]ωτον τόδε κα[ Πα. 22. d + e. 7. -
15 παλίγγλωσσος
πᾰλίγγλωσσος, -ονa uttered contrary to fact, lying παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν pr. N. 1.58b perverse of tongueοὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
c sign. incert. ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ ]λος τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς πιστὰς ἐφίλη[ς.]ν ( παλίγγλωσσος coni. Wil.: unrelenting G-H.) Παρθ. 2. 63. -
16 σώφρων
σώφρων (σώφρων, σώφρονος, ςᾰόφρονος, σώφρονες.)1 sagaciousσώρφων Χίρων P. 3.63
σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν (sc. Αἰακίδαι) I. 8.26σώφρονος ἄνθεσιν εὐνομίας Pae. 1.10
ἀνορέας ἕκατι σαόφρονος Pae. 9.46
]λος τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνε[κε]ν μερίμνας σώφρονος Παρθ. 2. 62. -
17 μέριμνα
μέριμν-α, ἡ,A care, thought, solicitude,ὅν τε θαμιναὶ ἐπιστρωφῶσι μέριμναι h.Merc.44
, cf. Pi.O.2.54, etc.; μ. τινός care for.., A.Eu. 132, S. OT 1460; (lyr.); , cf. 404: pl., cares, Hes.Op. 178, Emp.11.1, Sapph.Supp.13.8, Thgn. 343, etc.;γνώμαις δὲ λεπταῖς.. ξύνειμι καὶ μερίμναις Ar.Nu. 1404
;λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς Diph.88
.—Rare in early Prose, Hp.Insomn. 89, Pl.Amat. 134b(pl.); laterἡ τοῦ βίου μ. UPZ20.29
(ii B. C.); μ. καὶ φροντίς Aristeas 271;μ. τοῦ αἰῶνος Ev.Matt.13.22
, cf. Vett.Val.131.3, etc.2 concrete, object of care or thought,μεγάλην σε πατὴρ ἐφύτευσε μ. θνητοῖς ἀνθρώποισι h.Merc. 160
.3 pursuit, ambition, esp. in pl., Pi.O.1.108, N.3.69;κουφόταται μ. B.1.69
: sg., Pi.P.8.92.4 Κηΐα μ. the Cean poet's fancy, B.18.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέριμνα
-
18 στρέβλη
A winch used in ship-building, A.Supp. 441 (pl.= τὰ ξύλα τῶν νεῶν ἐν οἷς διασφηνοῦνται γομφούμενα (sic, fort. - μεναι), Hsch.).2 in pl., the twisted cords in a mechanical toy, the untwisting of which releases the motive power, Arist.MA 701b3,9.3 clothes-press, prob. worked by a screw, Plu.2.950a.4 part of a filter, s.v. σακίζειν.2 torture,λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Diph.88
, cf.PTeb.789.15 (ii B.C.), D.S. 13.86 (pl.), Phld.Rh.1.234 S.; ζημίαι καὶ ς. ib.2.152 S. (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρέβλη
-
19 ἀκοντίζω
A hurl a javelin, τινός at one,Αἴαντος.. ἀκόντισε φαίδιμος Ἕκτωρ Il.14.402
, cf. 8.118; alsoΑἵας.. ἐφ' Ἕκτορι.. ἵετ' ἀκοντίσσαι 16.359
; ἀ. ἐς or καθ' ὅμιλον, Od.22.263, Il.4.490;ἔς τινας Th. 7.40
;εἰς τὸ φῶς ἐκ τοῦ σκότους X.An.7.4.18
: c. dat., of the weapon,ἦ καὶ ἀκόντισε δουρί Il.5.533
; ἀ. δουρὶ φαεινῷ ib. 611, al.;αἰχμαῖς Pi.I.1.24
: also c. acc.,ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα Od.22.265
;ἀκοντίζουσι θαμειὰς αἰχμὰς ἐκ χειρῶν Il.12.44
, cf. 14.422: abs., use the javelin,τοξεύειν καὶ ἀ. Hdt.4.114
, cf. Hp.Aër.17, Th.3.23, etc.:— [voice] Pass.,κῶλα.. ἐς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο E.IT 1370
;ἀ. ἀπὸ τῶν ἵππων ὀρθός Pl.Men. 93d
.2 after Hom., hit or strike with javelin, or simply aim at,ἀ. τὸν σῦν Hdt.1.43
, etc.:—[voice] Pass., to be hit or wounded, E.Ba. 1098, Antipho 3.1.1, X.HG4.5.13.3 hurl, throw, ἑαυτούς, i.e. leap overboard, Ach.Tat.5.7; jettison cargo, Id.3.2: metaph., τινὰς εἰς ἄπειρον χρόνον Olymp.Alch.p.75B.5 metaph.,μῦθον Nonn.D.34.299
; μερίμνας ἀνέμοισιν ib.12.258.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκοντίζω
-
20 ἀμβλύνω
Aἤμβλῡνα AP6.67
(Jul.):—[voice] Pass., [tense] fut. - υνθήσομαι ([etym.] ἀπ-) A.Pr. 866, but - υνοῦμαι (in pass. sense) Hp.Aph.1.9: [tense] aor. , AP6.65 (Paul. Sil.), etc.: [tense] pf. ἤμβλυμμαι, [ per.] 3sg.ἤμβλυται S.E.M.7.183
, pl. - υνται ([etym.] ἀπ-) Hom.Epigr.12; ἀπήμβλυνται is [ per.] 3sg. in Herod.Fr.10.4:— blunt, dull, take the edge off, properly of a sharp instrument, and metaph., make dim, dull,μερίμνας Emp.2
, cf. 110.7;τὸ ψυχρὸν.. τοὺς χυμοὺς ἀ. Arist. Sens. 443b15
;ὄμματος αὐγὴν ἀμβλύνας AP6.67
(Jul.);τὸ ἄλγος Aret.CA1.10
; ἄκρατον take away strength of wine, Plu.2.656a;οὐ γὰρ ἀοιδὰς ἀμβλύνειν αἰὼν.. δύναται AP7.225
;θυμὸν ἀ. Phld.Mus.p.76K.
II [voice] Pass., become blunt or dull, lose edge, of the teeth, Arist.PA 661b22, cf. GA 789a9; of eyesight,ἠμβλύνθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ ὁρᾶν LXX Ge.27.1
.3 metaph.,ὀργὴ γέροντος ὥστε μαλθακὴ κοπὶς.. ἀμβλύνεται S.Fr. 894
, cf. Pl.R. 490b; of an oracle, lose its edge or force, A.Th. 844;ἡ νοῦσος ἀμβλυνεῖται Hp.Aph.1.9
; of the mind, to be disheartened, Th.2.87: c. gen.,ἀμβλύνεσθαι ἐρωῆς Opp.H.2.338
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμβλύνω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεριμνᾷς — μεριμνάω care for pres subj act 2nd sg μεριμνάω care for pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερίμνας — μερίμνᾱς , μέριμνα care fem acc pl μερίμνᾱς , μέριμνα care fem gen sg (doric aeolic) μερίμνᾱς , μεριμνάω care for imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζύγιο — Η διάλυση του γάμου με δικαστική απόφαση. Το δ. έχει δημιουργήσει αρκετά θεωρητικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς πάνω σε αυτό συγκρούονται δύο βασικές κοινωνικές αρχές: η ατομική ελευθερία και η σταθερότητα του θεσμού του γάμου. Το καθεστώς που… … Dictionary of Greek
Hellenic Navy — This article is about the naval forces of modern Greece. For information on naval warfare in ancient Greece, see Hellenistic era warships. Hellenic Navy Πολεμικό Ναυτικό Polemikó Naf̱tikó Hellenic Navy Seal … Wikipedia
печисѧ — ПЕ|ЧИСѦ (ЩИСѦ) 2 (312), КОУСѦ, ЧЕТЬСѦ гл. 1.Печься, заботиться, беспокоиться: ты бы о своѥмь сѧ. тъчью печеши аще ѹстроиши добрѣ то о иномь небрежеши. (μεριμνᾶς) Изб 1076, 257 об.; тъкмо ѡ добродѣтели пещис˫а. (ἐξέχεσϑαι) ЖФСт к. XII, 77 об.;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αεροπλανοφόρο — Πολεμικό πλοίο του οποίου οι εγκαταστάσεις επιτρέπουν την απογείωση, την προσγείωση, τον ανεφοδιασμό και τη μεταφορά αεροπλάνων, τα οποία απαλλάσσονται έτσι από τους περιορισμούς δράσης στους οποίους υπόκειται η αυτονομία τους. Πριν από τον Α’… … Dictionary of Greek
εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… … Dictionary of Greek
ευδόκιμος — I (9ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Καππαδοκία και ήταν αξιωματούχος επί Θεοφίλου. Πολιτεύτηκε, κατά τους χρονικογράφους, με οσιότητα. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Ιουλίου. II (16ος αι.). Υμνογράφος. Πολλοί τον… … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
θορυβάζομαι — (Α) [θόρυβος] θορυβούμαι, ενοχλούμαι, ταράζομαι, ανησυχώ («μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ πολλά», ΚΔ) … Dictionary of Greek
μέριμνα — η (ΑM μέριμνα, Μ και μέρεμνα) φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι, έγνοια νεοελλ. μσν. στον πληθ. οι μέριμνες, αἱ μέριμναι σκοτούρες, βάσανα μσν. 1. προβληματισμός 2. στενοχώρια 3. περίσκεψη, επαγρύπνηση 4. επιδίωξη, προετοιμασία για να… … Dictionary of Greek