Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαστούς

См. также в других словарях:

  • μαστούς — μαστός b masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλακτόρροια — Η αυτόματη εκροή γάλακτος από τους μαστούς της γυναίκας. Συχνά παρατηρείται μετά το τέλος του θηλασμού, κατά την περίοδο της γαλουχίας, οπότε το φαινόμενο θεωρείται φυσιολογικό, εάν η ποσότητά του είναι μικρή και η χρονική διάρκεια της εκροής… …   Dictionary of Greek

  • τριχιώ — άω, Α 1. (σχετικά με τα μάτια και τους μαστούς) πάσχω από τριχίαση 2. (η μτχ. αρσ. ενεργ ενεστ. ως ουσ.) ὁ τριχιῶν ο τράγος 3. μέσ. τριχιῶμαι, άομαι (για τους μαστούς) υφίσταμαι τριχίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. ιῶ, ιάω δηλωτική… …   Dictionary of Greek

  • υπερμαζώ — (I) άω, ΜΑ 1. είμαι παραχορτάτος 2. ζω μέσα σε υπέρμετρα τρυφηλό θίο («ἐπὶ τῷ ἀξιώματι ὑπερμαζήσας», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + μᾶζα]. (II) άω, Μ έχω τους μαστούς γεμάτους γάλα ή έχω μεγάλους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μαζός, ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

  • θηλάζω — θήλασα, θηλασμένος 1. μτβ., δίνω γάλα από τους μαστούς μου: Θηλάζω το μωρό. 2. αμτβ., ρουφώ γάλα από τους μαστούς, βυζαίνω: Έγινε δύο χρονών και θηλάζει ακόμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • άμαστος — (I) η, ο (Α ἄμαστος, ον) [μαστός] αυτός που δεν έχει μαστούς. (II) η, ο αυτός που δεν μαζεύτηκε, ο αμάζευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + μάζω «μαζεύω», αόρ. έμασα] …   Dictionary of Greek

  • άμελξη — η (Α ἄμελξις) [ἀμέλγω] τεχνητή αφαίρεση τού γάλακτος από τους μαστούς, άρμεγμα …   Dictionary of Greek

  • αγαλακτία — Παθολογικό σύμπτωμα σε άρρωστα γαλακτοφόρα ζώα και στον άνθρωπο. Υπάρχουν διάφορα αίτια που μπορεί να κάνουν τους μαστούς να μην εκκρίνουν γάλα (εξάντληση του οργανισμού από μακρόχρονες αρρώστιες ή από δηλητηρίαση κλπ.). Στα πρόβατα και τα γίδια… …   Dictionary of Greek

  • αγαλόρροια — η η ολική ή μερική έλλειψη γάλακτος στους μαστούς τής μητέρας, μετά τον τοκετό, κατά τον χρόνο ενάρξεως τού θηλασμού (βλ. και αγαλακτία). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + γάλα + ρέω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»