Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἷλκον

См. также в других словарях:

  • εἷλκον — ἕλκω sulcus imperf ind act 3rd pl ἕλκω sulcus imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπάλαθος — και ασπαλαθρός, ο και ασπάλαθο και σπάλαθο και σφάλαχτρο, το (AM ἀσπάλαθος, Α και ἀσφάλαθος) 1. ο αγκαθωτός θάμνος καλυκοτόμη η τριχωτή, που τον χρησιμοποιούν σε φράχτες στην αρχαιότητα χρησίμευε ως όργανο βασανισμού («εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς… …   Dictionary of Greek

  • εξαγκωνίζω — ἐξαγκωνιζω (AM) δένω κάποιον πισθάγκωνα, με τα χέρια πίσω («εἷλκον... δεδεμένους ἐξαγκωνίσαντες», Διόδ. Σικ.) αρχ. σπρώχνω κάποιον με τον αγκώνα («ἐξαγκωνιῶ ὡδί», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αγκών, κατά τα ρήματα σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • προσβαίνω — Α [βαίνω] 1. επιβαίνω, πατώ σε κάτι («εἷλκον δὲ τὰς νευράς, ὁπότε το ξεύοιεν, πρὸς τὸ κάτω τοῡ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ προσβαίνοντες», Ξεν.) 2. προσεγγίζω, πλησιάζω σε κάποιο μέρος («Ἀργεῑοι προσέβαινον εἰς τὴν Λάκαιναν», Ξεν.) 3. ανέρχομαι,… …   Dictionary of Greek

  • τρίζω — ΝΜΑ παράγω τριγμό, δηλαδή λεπτό, ξηρό και κραδαινόμενο ήχο, όπως ο ήχος τού πριονιζόμενου ξύλου (α. «τρίζει η πόρτα» β. «ταῡροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ ἐτετρίγει», Βάβρ.) νεοελλ. 1. φρ. α) «τρίζω τα δόντια σε κάποιον» μιλώ σε κάποιον αυστηρά και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»