-
1 вялый
вялый 1) (о цветах) μαραμένος 2) (о человеке) νωθρός, μαλθακός* * *1) ( о цветах) μαραμένος2) ( о человеке) νωθρός, μαλθακός -
2 блеклый
блек||лыйприл μαραμένος/ ξεθωριασμένος, ξέθωρος (о цвете). -
3 вялый
вял||ыйприл1. (о цветах) μαραμένος·2. (о мышцах, теле) χαλαρός·3. (лишенный живости, бодрости) νωθρός, μαλθακός, ἀτονος/ ἀδρανής (лишенный инициативы). -
4 чахлый
чах||лыйприл μαραμένος, φιλάσθενος, καχεκτικός. -
5 блеклый
[μπλιόκλυΤ] εκ. μαραμένος -
6 чахлый
[τσάχλυΐ] επ. μαραμένος -
7 блеклый
[μπλιόκλυΤ] επ μαραμένος -
8 чахлый
[τσάχλυϊ] επ μαραμένος -
9 блеклый
επ.μαραμένος• ξεθωριασμένος, ξέθωρος•-ыв цветы μαραμένα λουλούδια•
краски -ые χρώματα ξεθωριασμένα.
-
10 вялый
επ., βρ: -вял, -а, -о1. μαραμένος, μαραγκιασμένος.2. μτφ. καχεκτικός, καχέκτης, άτονος, χαύνος, μανός. || χαλαρός, λάσκος. -
11 жухлый
επ., βρ: жухл, -а, -оξεθωριασμένος, ξεβαμμένος, ξέθωρος. || (για χλόη, φύλλα) μαραμένος, αθαλής• ξηραμένος. -
12 завялый
επ. παλ. μαραμένος. -
13 никлый
επ.μαραμένος•никлый цветок μαραμένο λουλούδι.
-
14 окостенелый
επ.1. αποστεωμένος.2. κοκκα-λιασμένος, ξυλιασμένος, άκαμπτος•окостенелый труп ξυλιασμένο πτώμα.
3. ξεπαγιασμένος, σκληρός από το κρύο.4. μτφ. μαραμένος, μαραζωμένος. -
15 омертвелый
επ.1. (απο)νεκρωμένος•-ые ткани απονεκρωμένοι ιστοί.
2. μτφ. μαραμένος, άτονος• μαρασμένος. || ερημωμένος, έρημος. -
16 остылый
επ. παλ. κρύος, ψυχρός•остылый пот κρύος ιδρώτας.
|| εξασθενημένος, χαλαρωμένος, αδύνατος• μαραμένος. -
17 поблёклый
επ.μαραμένος•поблёклый цветок μαραμένο λουλούδι.
-
18 пожолклый
επ. παλ. κιτρινισμένος, μαραμένος. -
19 пожухлый
επ.ξεθωριασμένος, ξέθωρος, αποχρωματισμένος. || ξηρός, ξηραμένος, μαραμένος•-ал листва μαραμένη φυλλωσιά.
-
20 потёртый
επ. από μτχ.τριμμένος, φθαρμένος•потёртый ковр τριμμένο χαλί.
|| μτφ. μαραμένος, μαραζωμένος καχεκτικός αθαλής.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
άχλοος — ἄχλοος, ον (AM) και (συνηρημένο) ἄχλους, ουν (Α) [χλόη] ξερός, μαραμένος αρχ. ο χωρίς χλόη … Dictionary of Greek
αζαλέος — ἀζαλέος, α, ον (Α) 1. αποξηραμένος, ξερός, άνυδρος 2. ο χωρίς ακμή, μαραμένος μτφ. τραχύς, άτεγκτος, σκληρός 3. αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, καυτός, ζεματιστός, δριμύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄζω το επίθημα l τού ἀζαλέος οφείλεται πιθανώς σε επίδραση… … Dictionary of Greek
αυαλέος — αὐαλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός 2. μαραμένος, ηλιοκαμένος 3. (για τα μάτια) άυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επαυξημένος τ. του ουσ. αύος* με το επίθημα αλέος* (πρβλ. αζαλέος, ισχαλέος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αυσταλέος — αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος 2. διψασμένος, διψαλέος 3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο 4. ξεραμένος, μαραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ (πιθ. του ρηματικού επιθ. *αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») +… … Dictionary of Greek
αχνός — (I) ο 1. το πολύ ψιλό αλεύρι 2. το πολύ λεπτό λινό 3. η γύρη των λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άχνη, με επίδραση του αχνός (II) «ατμός»]. (II) ο 1. ατμός από φαγητό ή υγρό που βράζει 2. άχνα, αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνός (II) προήλθε από το αρχ … Dictionary of Greek
αύος — αὖος, η, ον και αὗος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός 2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός 3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου 4. διψασμένος 5. εμβρόντητος,… … Dictionary of Greek
ζουριάρης — ο ατροφικός, μαραμένος, καχεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζούρια + άρης] … Dictionary of Greek