-
1 μαλθακός
[малтакос] εκ. размягченный, вялый, слабый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαλθακός
-
2 вялый
вялый 1) (о цветах) μαραμένος 2) (о человеке) νωθρός, μαλθακός* * *1) ( о цветах) μαραμένος2) ( о человеке) νωθρός, μαλθακός -
3 мягкотелый
мягкотелыйприл μαλθακός:\мягкотелый человек ὁ μαλθακός ἀνθρωπος. -
4 изнеженный
επ. από μτχ.τρυφερός, μαλακός, μαλθακός, τρυφηλός αβρός•-ое тело τρυφερό σώμα•
-ая кожа τρυφερό δέρμα•
изнеженный че-ловк μαλθακός άνθρωπος.
|| παλ. μτφ. εξεζητημένος, εκλεπτυσμένος. -
5 баба
баба Iж1. (замужняя крестьянка) уст. ἡ χωριάτισσα, ἡ γυναίκα;2. презр. τό γύναιο[ν];3. (о мужчине) презр. ὁ γυναικωτός, ὁ μαλθακός ἀντρας;4. тех. ὁ κόπανος, ὁ πασσαλομπήχτης; ◊ бой; \баба ἡ ἀντρογυναϊκα, ἡ γυναικάρα; снежная \баба ὁ χιονάνθρωπος.баба IIж кул. ἡ μπαμπά (γλύκισμα). -
6 вялый
вял||ыйприл1. (о цветах) μαραμένος·2. (о мышцах, теле) χαλαρός·3. (лишенный живости, бодрости) νωθρός, μαλθακός, ἀτονος/ ἀδρανής (лишенный инициативы). -
7 изнеженный
изнеж||енный1. прич. от изнежить·2. прил καλομαθημένος, λεπτός, σοκολατένιος / θηλυπρεπής, μαλθακός (о мужчине):\изнеженныйенные нравы τά ἐκτεθηλυμένα ήθη. -
8 изнеживаться
изнеж||иватьсяγίνομαι μαλθακός. -
9 неженка
неженка м, ж разг ὁ μαλθακός, ὁ λεπτεπίλεπτος / ὁ μαμόθρεφτος (о мужчине). -
10 рыхлый
рыхлыйприл1. ψαθυρός, χαλαρός·2. перен (о теле, лице и т. п.) τρυφηλός, μαλθακός. -
11 белоручка
-и α. κ. θ.μαλθακός, -ή, μαμμόθρεπτος, -η, τρυφεροχέρης, -α. -
12 жидкий
επ., βρ: -док, -дка, -дко; жиже.1. υγρός• ρευστός•-ие тела υγρά σώματα•
-ое топливо υγρό καύσιμο•
-ое состояние υγρή κατάσταση•
-ое мыло ρευστό σαπούνι.
2. υδαρής, νερουλός•жидкий суп νερουλή σούπα, νερομπούλι.
3. αραιός, άπυκνος, σποραδικός•-ие волосы αραιά μαλλιά.
4. (για ήχους) χαμηλός, αδύνατος.5. μαλακός, μαλθακός•-ие мускулы μαλακοί μύες.
|| ισχνός, λεπτός. || ασταθής.6. μτφ. μη εμπεριστατωμένος, φτωχός στο περιεχόμενο. -
13 лимфатический
επ.1. λεμφικός, λεμφατικός•-ая система λεμφικό ή λεμφοφόρο σύστημα•
-ие железы λεμφατικοί αδένες, λεμφαδένες•
-ие сосуды λεμφαγγεία•
лимфатический ствол κικός πόρος•
-ие капилляры λεμφοφόρα ή τριχοειδή αγγεία.
2. άτονος, μαλθακός, αδύνατος•-ая натура λεμφατική φύση•
лимфатический темперамент λεμφατική κράση (λεμφατισμός).
-
14 мягкотелый
επ., βρ: -тл, -а, -о.1. μαλθακός, πλαδαρός.2. μτφ. αδύνατου χαρακτήρα, ο εύκολα δεχόμενος την επίδραση άλλου.3. ουσ. πλθ. -ые τα μαλάκια. -
15 неженка
-и α. κ. θ. άνθρωπος τρυφηλός, μαλθακός• μαμμόθρεφτος• καλομαθημένος. -
16 обмякнуть
ρ.σ., παρλθ. χρ. обмяк, -ла, -ло μτχ. παρλθ. χρ. обмякший.1. μαλακώνω, απαλύνω. μαλθακώνω.2. αδυνατίζω, εξασθενίζω, γίνομαι μαλθακός, πλαδαρός.3. μτφ. κατευνάζομαι, καταπραΰνομαι, γίνομαι ήπιος. -
17 разнежить
-жу, -жишьρ.σ.μ.1. καλόμαθα ί-νω, καλοσυνηθίζω, μαλθακώνω.2. συγκινώ, χαροποιώ πολύ.1. καλομαθαίνω, καλοσυνη-θιζω, γίνομαι μαλθακός.2. συγκινούμαι. -
18 сибарит
-а α. -ка, -и θ.συβαρίτης, τρυφηλός, μαλθακός. -
19 сибаритский
επ.συβαριτικός, τρυφηλός, μαλθακός. -
20 тепличный
επ.1. θερμοκηπιακός, του θερμοκηπίου•-ая температура θερμοκρασία θερμοκηπίου•
-ые цветы λουλούδια θερμοκηπίου.
2. μτφ. καλομαθημένος μαλθακός• ασυνήθιστος σε δυσκολίες.εκφρ.-ое растение, тепличный цветок – (για άνθρωπο) μαμόθρεπτος, καλομαθημένος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαλθακός — soft masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… … Dictionary of Greek
μαλθακός — ή, ό 1. μαλακός, τρυφερός, απαλός. 2. μτφ., αποχαυνωμένος, καλομαθημένος: Είναι μαλθακός άντρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλθακά — μαλθακός soft neut nom/voc/acc pl μαλθακά̱ , μαλθακός soft fem nom/voc/acc dual μαλθακά̱ , μαλθακός soft fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακώτερον — μαλθακός soft adverbial comp μαλθακός soft masc acc comp sg μαλθακός soft neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακωτέραις — μαλθακός soft fem dat comp pl μαλθακωτέρᾱͅς , μαλθακός soft fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακωτέρων — μαλθακός soft fem gen comp pl μαλθακός soft masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακῶν — μαλθακός soft fem gen pl μαλθακός soft masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακόν — μαλθακός soft masc acc sg μαλθακός soft neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακώτατα — μαλθακός soft adverbial superl μαλθακός soft neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακώτατον — μαλθακός soft masc acc superl sg μαλθακός soft neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)