-
1 μαγεία
μαγείᾱ, μαγείαtheology of the Magians: fem nom /voc /acc dualμαγείᾱ, μαγείαtheology of the Magians: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————μαγείᾱͅ, μαγείαtheology of the Magians: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 μαγεία
μαγεία, ας, ἡ (s. next entry and μάγος; Pla. et al.; on the spelling s. B-D-F §23; s. Mlt-H. 339) a rite or rites ordinarily using incantations designed to influence/control transcendent powers, magic (Theophr., HP 9, 15, 7; Vett. Val. 210, 4; IDefixWünsch 4, 15; PGM 1, 127; Zosimus 7: Herm. Wr. IV p. 105 Sc.; the Herm. document Κόρη κόσμου in Stob. I 407, 4 W.=p. 494, 7 Sc.; Jos., Ant. 2, 286) in a list of vices 20:1 (AscIs 2:5 μαγεία w. φαρμακεία and other vices). ἐλύετο πᾶσα μαγεία IEph 19:3 (λύω 4). Pl. magic arts (Jos., Ant. 2, 284) in a list of vices D 5:1. Of Simon Ac 8:11 (cp. PGM 4, 2447ff: Παχράτης, ὁ προφήτης Ἡλιουπόλεως, Ἁδριανῷ βασιλεῖ ἐπιδεικνύμενος τ. δύναμιν τῆς θείας αὐτοῦ μαγείας ‘Pachrates, prophet of Heliopolis, demonstrating the force of his divine magic’).—R. Kotansky, Israel Exploration Journal 41, ’91, 267–81, amulets used in prayers to angels; Kl. Pauly III 873f. Lit. s.v. Σίμων 9.—B. 1494. DELG s.v. μάγος. Μ-Μ. TW. -
3 μαγεία
μαγεία, ἡ, eigtl. die Gelehrsamkeit u. der Gottesdienst der Magier bei den Persern, ϑεῶν ϑεραπεία, Plat. Alc. I, 122 a; Zauberei, Magie, Kunst od. Betrügerei des Magiers, καὶ γοητεῖαι, Plut. superst. 12; nach Schol. Il. 1, 81 ist μαγεία das Anrufen, Beschwören guter Götter zu einem guten Zwecke, γοητεία böser zum bösen Zwecke.
-
4 μαγεια
ἥ1) магия, учение магов(μ. ἥ Ζωροάστρου Plat.)
2) (тж. ἥ γοητικέ μ. Arst.) колдовство, ворожба -
5 μαγεία
-
6 μαγεία
-
7 μαγεία
η1) см. μάγια 1; 2) волшебство, очарование, прелесть;τό ταξίδι μας ήταν μαγεία — наше путешествие было очаровательным;
§ ως διά μαγείας — а) словно по волшебству; — чудом; — б) внезапно, неожиданно
-
8 μαγείᾳ
Βλ. λ. μαγεία -
9 μαγεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μαγεία
-
10 μαγεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μαγεία
-
11 μαγεία
магия, колдовство, волхвование, ворожба.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μαγεία
-
12 μαγεία
[магиа] ουσ. Θ. колдовство, волшебство, магия,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαγεία
-
13 μαγεία
[магиа] ουσ θ колдовство, волшебство, магия. -
14 μαγεία
1) charme2) magie3) sorcellerie -
15 μαγεία
magia (f) rzecz. -
16 μαγεία
magicΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαγεία
-
17 sorcellerie
μαγεία -
18 magia
μαγεία -
19 μαγείας
μαγείᾱς, μαγείαtheology of the Magians: fem acc plμαγείᾱς, μαγείαtheology of the Magians: fem gen sg (attic doric aeolic) -
20 μαγείαν
μαγείᾱν, μαγείαtheology of the Magians: fem acc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
μαγεία — μαγείᾱ , μαγεία theology of the Magians fem nom/voc/acc dual μαγείᾱ , μαγεία theology of the Magians fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγείᾳ — μαγείᾱͅ , μαγεία theology of the Magians fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek
μαγεία — η 1. η τέχνη των αρχαίων μάγων: Η μαγεία ήταν συνηθισμένη στους ανατολικούς λαούς. 2. η χρησιμοποίηση απατηλών μεθόδων για πρόκληση υπερφυσικών δυνάμεων, τα μάγια: Την ενδιαφέρει ό,τι σχετίζεται με τη μαγεία. 3. γοητεία, ευχαρίστηση, ηδονή: Η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγείας — μαγείᾱς , μαγεία theology of the Magians fem acc pl μαγείᾱς , μαγεία theology of the Magians fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγείαν — μαγείᾱν , μαγεία theology of the Magians fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγειῶν — μαγεία theology of the Magians fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγεῖαι — μαγεία theology of the Magians fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγείαις — μαγεία theology of the Magians fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… … Dictionary of Greek
μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… … Dictionary of Greek