-
41 μαγειών
-
42 μαγειῶν
-
43 μαγείης
μάσσωknead: aor opt pass 2nd sgμάσσωknead: aor opt pass 2nd sgμαγείαtheology of the Magians: fem gen sg (epic ionic) -
44 magia
magīa, ae, f. (μαγεία), die Wissenschaft der Magier, die Magie, Zauberei, Apul. apol. 25. p. 34, 1 Kr. u.a. Amm. 23, 6, 32: Thessalica, Prud. c. Symm. 1, 89: Plur. meton. = Zauberkünste, Zaubereien, Vulg. act. apost. 8, 11. -
45 3095
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3095
-
46 black art/magic
(magic performed for evil reasons: He tries to practise black magic.) μαύρη μαγεία -
47 enchantment
1) (the act of enchanting or state of being enchanted: a look of enchantment on the children's faces.) γοητεία2) (a magic spell.) μάγια,μαγεία3) (charm; attraction: the enchantment (s) of a big city.) θέλγητρο -
48 sorcery
['so:səri]1) (the use of power gained from evil spirits.) μάγια2) (witchcraft or magic in general.) (μαύρη)μαγεία•- sorcerer -
49 witchcraft
noun (magic practised by a witch etc.) μαγεία -
50 ворожба
[βαραζμπά] ουσ. θ. μαγεία -
51 магия
[μάγκιγια] ουσ. θ. μαγεία, μαγική -
52 чары
[τσάρυ] ουσ. κληθ. γοητεία, μαγεία -
53 ворожба
[βαραζμπά] ουσ θ μαγεία -
54 магия
[μάγκιγια] ουσ θ μαγεία, μαγική -
55 чары
[τσάρυ] ουσ πληθ γοητεία, μαγεία -
56 волшебство
-а ουδ.μαγεία. || γοητεία, σαγήνη, θέλγητρο. -
57 ворожба
-ы θ.μαντεία• μαγεία, μαγγανεία. -
58 колдовство
-ά. ουδ. μαγεία, τα μάγια, μαγγανεία, γητειά. || ξόρκια. -
59 обворожительность
-и θ.θέλξη, μαγεία, γοητεία, σαγήνη, συναρπαγή; -
60 оккультизм
-а α.επιστήμη των απόκρυφων, αποκρυφολογια, μαγεία, δαιμονολογία.
См. также в других словарях:
μαγεία — μαγείᾱ , μαγεία theology of the Magians fem nom/voc/acc dual μαγείᾱ , μαγεία theology of the Magians fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγείᾳ — μαγείᾱͅ , μαγεία theology of the Magians fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek
μαγεία — η 1. η τέχνη των αρχαίων μάγων: Η μαγεία ήταν συνηθισμένη στους ανατολικούς λαούς. 2. η χρησιμοποίηση απατηλών μεθόδων για πρόκληση υπερφυσικών δυνάμεων, τα μάγια: Την ενδιαφέρει ό,τι σχετίζεται με τη μαγεία. 3. γοητεία, ευχαρίστηση, ηδονή: Η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγείας — μαγείᾱς , μαγεία theology of the Magians fem acc pl μαγείᾱς , μαγεία theology of the Magians fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγείαν — μαγείᾱν , μαγεία theology of the Magians fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγειῶν — μαγεία theology of the Magians fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγεῖαι — μαγεία theology of the Magians fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγείαις — μαγεία theology of the Magians fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… … Dictionary of Greek
μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… … Dictionary of Greek