-
1 μισθωσις
- εως ἥ1) сдача в аренду(οἴκου Dem.)
2) нанимание, наем(τῶν πελταστῶν Lys.)
3) плата за наем, арендная плата(μίσθωσιν φέρειν Isae. или ἀποδιδόναι Dem.)
-
2 χωριον
τό [demin. к χώρα и χῶρος]1) место, местность(πετρῶδες Thuc.; ἱππάσιμον Xen.)
2) область, страна, край(χ. Αἰγύπτου Her.)
τὸ χ. Ἀττικόν Arph. — территория Аттики3) мат. пространство, площадь, плоскость(τετράγωνον Plat.)
4) воен. укрепленный пункт(χωρία καταλαμβάνειν Lys.)
τὸ ἐπίμαχον χ. τῆς ἀκροπόλιος Her. — удобный для штурма пункт акрополя5) земельный участок, поместье Lys., Xen., Plat.χ. ἰδιώτου Thuc. — частная усадьба;
οἱ τῶν χωρίων φραγμοί Plut. — усадебные ограды6) место ( в книге), отрывок(τὸ χ. τῆς γραφῆς Luc.)
κατὰ τόδε τὸ χ. δῆλον, ὅτι … Her. — это место ясно показывает, что …7) промежуток времени, период8) место на рынке, торговое помещение, палатка(τοῦ χωρίου μίσθωσις Dem.)
-
3 διά
προθ. I με γεν.1) (при обознач, пространства) по; через;διά ξηράς — по суше, сухопутным путём;
διά θαλάσσης — по морю;
παρέλασις διά των οδών — уличное шествие;
διά της θύρας — через дверь;
διά του δάσους — через лес;
2) (при обознач, способа, образа действия) посредством;διά του ατμόπλοίου — пароходом;
διά της ράβδου — палкой;
διά χρημάτων — посредством денег, за деньги;
στέλλω τα χρήματα δι' επιταγής посылать деньги переводом;τον αντικατέστησε δι' άλλου он его заменил другим; 3) (при обознач, времени):διά παντός — навсегда;
διά βίου — пожизненно;
§ δι' ολίγων — или διά βραχέων — в нескольких словах, вкратце;
διά μακρών — многословно, пространно;
διά μιάς — сразу, немедленно;
διά πυρός και σιδήρου — огнём и мечом;
τον έχω διά βίου — он мне осточертел;
II με αιτιατ.1) (при обознач, причины):ονομαστός διά τον πλούτον του — он известен своим богатством;
κατηγορείται διά κλοπήν — он обвиняется в краже;
τον αγαπώ διά την εργατικότητα — я его люблю за трудолюбие;
2) (при обознач, цели, назначения):υλικόν χρήσιμον δι' οικοδομικά έργα материал, годный для строительных работ; χάρτης δι' εφημερίδας газетная бумага; ανεχώρησεν δι' ανάπαυσιν он уехал отдыхать; 3) о, об, относительно, по поводу;διά τό ζήτημα σου, τίποτε το νεώτερον — относительно твоего дела нет ничего нового;
4) (при обознач, направления, места назначения) в, на;ετοιμάζομαι διά την Εύρώπην' — я собираюсь в Европу;
αναχωρώ διά Πάτρας — я уезжаю в Патры;
5) (при обознач, срока, времени):η συνεδρίασις ωρίσθη' διά την επομένήν Δευτέρα — заседание назначено на будущий понедельник;
μίσθωσις διά πέντε έτη — аренда на пять лет;
6) (в сочетании с зависимым наклонением) чтобы;διά να φθάσω εκεί — чтобы добраться туда;
7) (при мольбе, заклинании):δι' αγάπην τού Χρίστου ради Христа;§ διά τί; — почему?, зачем?;
διά τοδτο — поэтому;
όσον διά... — что (же) касается..., в отношении...;
δέκα διά δυό — десять, делённое на два
-
4 ενιαύσιος
См. также в других словарях:
μίσθωσις — letting for hire fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθώσει — μίσθωσις letting for hire fem nom/voc/acc dual (attic epic) μισθώσεϊ , μίσθωσις letting for hire fem dat sg (epic) μίσθωσις letting for hire fem dat sg (attic ionic) μισθόω let out for hire aor subj act 3rd sg (epic) μισθόω let out for hire fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθώσεις — μίσθωσις letting for hire fem nom/voc pl (attic epic) μίσθωσις letting for hire fem nom/acc pl (attic) μισθόω let out for hire aor subj act 2nd sg (epic) μισθόω let out for hire fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθώσεσι — μίσθωσις letting for hire fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθώσεσιν — μίσθωσις letting for hire fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθώση — μίσθωσις letting for hire fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθωσιν — μίσθωσις letting for hire fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
μισθωσίδιον — μισθωσίδιον, τὸ (Α) πενιχρή μίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίσθωσις + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek
μισθώσιμος — μισθώσιμος, ον (Α) [μίσθωσις] 1. αυτός ο οποίος μπορεί να μισθωθεί ή να καταβληθεί, να πληρωθεί 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μισθώσμα τα δημόσια κτήματα τα οποία παρέχονται αντί ενοικίου … Dictionary of Greek
υπομίσθωση — η / ὑπομίσθωσις, ώσεως, ΝΑ η σε άλλο άτομο εκμίσθωση, εν μέρει ή εν όλω, τού μισθίου από τον πρώτο μισθωτή, υπενοικίαση νεοελλ. (νομ.) η μεταβίβαση τής μισθωτικής σχέσης από τον μισθωτή σε τρίτο πρόσωπο, αλλ. υπεκμίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * +… … Dictionary of Greek