Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(πετρῶδες

См. также в других словарях:

  • πετρῶδες — πετρώδης like rock masc/fem voc sg πετρώδης like rock neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • JUDAEA — quae et Chananaea, et Promissionis terra, Syriae regio notissima: de cuius situ post Sacras literas Iosephus inprimis, post quem Strabo, l. 16. p. 749. et 756. Dion Gafl. l. 36. et Tac. Hist. l. 5. c. 6. ubi de Iudaea, cuius haec sunt verba:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αφελής — ές (AM ἀφελής, ές) 1. ανεπιτήδευτος, απλός 2. (για πρόσωπα) απλοϊκός, επιπόλαιος μσν. υγιής, ακέραιος αρχ. 1. (για έδαφος) στρωτός, χωρίς πέτρες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀφελές η απλότητα (κυρίως στο ύφος του λόγου). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας …   Dictionary of Greek

  • εκλατομώ — ( έω) (AM ἐκλατομῶ) 1. σκάβω πετρώδες έδαφος, λατομώ 2. κόβω, κοιλαίνω …   Dictionary of Greek

  • κραναήπεδος — κραναήπεδος, ον (Α) αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν η (πρβλ. στεφαν ηφόρος) + πεδος (< πέδον), πρβλ. ακρή πεδος, επί πεδος] …   Dictionary of Greek

  • κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… …   Dictionary of Greek

  • λέπας — λέπας, τὸ (Α) βουνό πετρώδες και γυμνό, βράχος («ἠερίη Γεράνεια, κακὸν λέπας», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με λατ. lapis, idis «πέτρα» (το a τού lapis είναι δυσερμήνευτο), οπότε η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *lep «αποσπώ, αφαιρώ τον φλοιό»… …   Dictionary of Greek

  • στέριφος — (I) ίφη, ον, Α 1. στερεός, σταθερός, ασφαλής 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στέριφος η στείρα πλοίου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ στέριφον α) η ρίζα βράχου β) έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ., ιδιόμορφου σχηματισμού, το οποίο ανάγεται στο θ. στερ τού… …   Dictionary of Greek

  • τιλλίτης — ο, Ν 1. (πετρογρ.) α) ασύνδετο χωρίς διαλογή υλικό από άργιλο, λίθους ενδιάμεσου μεγέθους ή μίγμα τους που αποτίθεται άμεσα από έναν παγετώνα και δεν παρουσιάζει στρώση, αλλ. αργιλολιθώνας β) ιζηματογενές πέτρωμα το οποίο αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • τραγάνα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.), στην πρώην επαρχία Τριφυλίας, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται στον δήμο Λεύκας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ.), στην πρώην επαρχία Λοκρίδας, του νομού Φθιώτιδας. Βρίσκεται BA της πρώην… …   Dictionary of Greek

  • τραχυβατώ — και ιων. τ. τρηχυβατῶ, έω, Α βαδίζω πάνω σε τραχύ ή πετρώδες έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. ὀρθο βατῶ, σκαιο βατῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»