-
1 через
через 1) (о пространстве) μέσα από; перепрыгнуть \через ручей πηδώ το ρυάκι· дорога идёт \через лес о δρόμος περνά μέσα από το δάσος· Охать в Москву через Киев πηγαίνω στη Μόσχα μέσο Κίεβο 2) (ο времени) μετά, σε. ύστερα από; \через две недели μετά (или ύστερα από) δυο βδομάδες; \через некоторое время σε λίγο καιρό 3) (посредством) διάμεσο, μέσο; \через газету μέσο της εφημερίδας череп м το κρανίο* * *1) ( о пространстве) μέσα απόперепры́гнуть че́рез руче́й — πηδώ το ρυάκι
доро́га идёт че́рез лес — ο δρόμος περνά μέσα από το δάσος
е́хать в Москву́ че́рез Ки́ев — πηγαίνω στη Μόσχα μέσο Κίεβο
2) ( о времени) μετά, σε, ύστερα απόче́рез две неде́ли — μετά ( или ύστερα από) δυο βδομάδες
че́рез не́которое вре́мя — σε λίγο καιρό
3) ( посредством) διάμεσο, μέσοче́рез газе́ту — μέσο της εφημερίδας
-
2 средство
1. (вещество, химикат и т.п.) το υλικόохлаждающее - ψυκτικό -, ο ψυκτικός αγώνпенообразующее - το αφριστικό αντιδραστήριο, αφρίζον -2. (устройство, приспособление) το μέσ/οаппаратные - а вчт. (μηχανολογικά) - α του υπολογιστήпрограммные - а (математическое обеспечение) вчт. το λογισμικό, τα προγράμματαсигнальные - а τα μέσα/ο εξοπλισμός σηματοδότησηςтранспортное - συγκοινω-νίας/μεταφοράς, μεταφορικό -3. (фарм., мед.) το φάρμακο, η ουσίαболеутоляющее - αναλγητικό -, το παυσίπονοобезболивающее - αναλγητικό -, αναισθητικό -слабительное - (фарм.мед.) καθαρτικό -, υπακτικό -4. (приём, способ действия) το μέσ/ο, το μέτροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > средство
-
3 катать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. катанный, βρ: -тан, -а, -о.1. κυλώ (προς διάφορες κατευθύνσεις ή σε διάφορο χρόνο)•катать брёвна κυλώ κούτσουρα•
катать мячом по полу κυλώ το τόπι στο πάτωμα.
2. πηγαίνω (βγάζω) κάποιον περίπατο (με μεταφ. μέσο). || αμαζεύω, πηγαίνω αμαξάδα.3. επισκέπτομαι, μεταβαίνω με μεταφορ. μέσο.4. πιέζω• μαγγανίζω, χιλινδρώ.5. λεπτύνω μέταλλο, ελασματοποιώ•катать проволоку συρματοποιώ.
6. βλ. валить (2 σημ.).7. μτφ. διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι κινούμαι ορμητικά, γρήγορα.1. κυλιέμαι κλπ ρ. ενεργ. φ.2. χάνω βόλτες με μεταφορικό μέσο•катать на коньках γλυστρώ με τα παγοπέδιλα, πατινάρω•
катать на велосипеде ποδηλα-τώ•
катать на лодке κάνω βαρκάδα, λεμβοδρομώ.
3. επισκέκτομαι, μεταβαίνω (με μεταφορ. μέσο).4. βλ. και ρ. ενεργ. φ. (4, 5, 6, 7 σημ.). || στριφογυρίζω, υποφέρω πολύ, χτυπιέμαι•катать от боли по полу στριφογυρίζω στο πάτωμα από τον πόνο.
εκφρ.катать со смеху – ξεγκαρδίζομαι στα γέλια. -
4 через
(πρόθεση με αιτ.).1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•
перейти через улицу περνώ την οδό•
пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•
переступить через порог περνώ το κατώφλι.
|| (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.
|| πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.
2. μέσα απο•пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.
|| μέσο, δια μέσου•ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.
|| απο•проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.
3. υπέρ, πάνω απο•перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•
прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.
|| υπεράνω•через силу υπεράνω των δυνάμεων.
4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•
сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•
переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•
через расстрел με τουφεκισμό•
через повешение με απαγχονισμό.
5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•- болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•
полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.
|| μεταξύ, ανάμεσα•писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.
7. κάθε, ανά•курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•
принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•
работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.
-
5 проехать
-еду, -едешь ρ.σ.1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι (για μεταφ. μέσο ή σε με-ταφ. μέσο)•по асфальтной дороге -ал грузовик στον ασφαλτόδρομο πέρασε ένα φορτηγό αυτοκίνητο•
он -ал последний дом на улице и свернул вправо αυτός πέρασε το τελευταίο σπίτι της οδού και έστριψε δεξιά.
|| διατρέχω, διανύω. || πηγαίνω (με μεταφ. μέσο)• μεταβαίνω•надо к брату проехать πρέπει να πάω στον αδερφό.
2. περνώ, διέρχομαι, διαβαίνω χωρίς να σταματήσω.κάνω περίπατο (σε άλογο, αυτοκίνητο κ.τ.τ.).εκφρ.проехать на чей счёт ή по адресу кого – βλ. στη λ. пройтись. -
6 средний
-яя, -ееεπ.μεσαίος, μέσος, μεσιανός•-ее окно μεσαίο παράθυρο•
-яя годовая температура η μέση ετήσια θερμοκρασία.
|| κεντρικός•-яя азия Μέση ή Κεντρ ική Ασία.
|| μέτριος•средний ученик μέτριος μαθητής.
εκφρ.в -ем – κατά μέσο όρο•высше -его – παραπάνω από το μέσο όριο ή το κανονικό•ниже -его – κάτω του μέσου ορίου ή του κανονικού•не что -ее – κάτι το μέσο, το ενδιάμεσο, το μεταξύ•- ее образование – η μέση μόρφωση, ηδε-κατάξια (γυμνασιακή)•средний палец – το μεσαίο δάχτυλο•- ее ухо – το μεσαίο αυτί•- яя школа – το μεσαίο (δεκατάξιο) σχολείο•- их лет – μέσης ηλικίας•средний залог – (γραμμ.) η μέση διάθεση των ρημάτων. -
7 средний
1. (о значении, положении, качестве) μέσος, μεσαίος 2. (промежуточный по своим признакам, свойствам и т.п. между двумя крайними величинами) μέσ/ος 3. (ο качестве) μέτριος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > средний
-
8 езда
езда ж (действие) η δια δρομή, το ταξίδι (με μεταφορι κό μέσο) \езда на велосипеде η ποδηλασία верховая \езда η ιππασία в двух часах \ездаы от... δύο ώρες δρόμο από...* * *ж( действие) η διαδρομή, το ταξίδι (με μεταφορικό μέσο)езда́ на велосипе́де — η ποδηλασία
верхова́я езда́ — η ιππασία
в двух часа́х езды́ от... — δύο ώρες δρόμο από...
-
9 ездить
ездить πηγαίνω (με μεταφο ρικό μέσο) ταξιδεύω (путешествовать) \ездить верхом ιππεύω, πηγαίνω καβάλα; \ездить на велосипеде πηγαίνω με ποδήλατο* * *πηγαίνω (με μεταφορικό μέσο); ταξιδεύω ( путешествовать)е́здить верхо́м — ιππεύω, πηγαίνω καβάλα
е́здить на велосипе́де — πηγαίνω με ποδήλατο
-
10 ехать
ехать 1) πηγαίνω ( με μετα φορικό μέσο) \ехать поездом (на автомобиле, метро) πηγαίνω με τρένο ( αυτοκίνητο, μετρό) \ехать верхом πηγαίνω καβάλα 2) (уезжать) φεύγω, αναχωρώ куда вы едете? πού πηγαίνετε; я еду завтра φεύγω αύριο* * *е́хать по́ездом (на автомоби́ле, метро́) — πηγαίνω με τρένο (αυτοκίνητο, μετρό)
е́хать верхо́м — πηγαίνω καβάλα
2) ( уезжать) φεύγω, αναχωρώкуда́ вы е́дете? — πού πηγαίνετε
я е́ду за́втра — φεύγω αύριο
-
11 палец
палец м το δάχτυλο* большой \палец о αντίχειρας· указательный \палец о δείχτης· средний \палец το μέσο δάχτυλο; безымянный \палец το παράμεσο δάχτυλο* * *мτο δάχτυλοбольшо́й па́лец — ο αντίχειρας
указа́тельный па́лец — ο δείχτης
сре́дний па́лец — το μέσο δάχτυλο
безымя́нный па́лец — το παράμεσο δάχτυλο
-
12 практичный
практичный πρακτικός* \практичный способ το πρακτικό μέσο* * *практи́чный спо́соб — το πρακτικό μέσο
-
13 путём
-
14 способ
способ м о τρόπος, το μέσο; каким \способом? με ποιο τρόπο; любым \способом με κάθε τρόπο* * *мο τρόπος, το μέσοкаки́м спо́собом? — με ποιο τρόπο
любы́м спо́собом — με κάθε τρόπο
-
15 средний
средний 1) μεσαίος, μέσος 2) (посредственный) μέτριος ◇ в \среднийем κατά μέσο όρο* * *1) μεσαίος, μέσος2) ( посредственный) μέτριοςв сре́днем — κατά μέσο όρο
-
16 средство
средство с 1) το μέσο, ο τρόπος; \средствоа связи τα μέσα συγκοινωνίας; использовать все \средствоа χρησιμοποιώ όλα τα μέσα 2) (медицинское и т. л.) το φάρμακο; перевязочные \средствоа οι επίδεσμοι* * *с1) το μέσο, ο τρόποςсре́дства свя́зи — τα μέσα συγκοινωνίας
испо́льзовать все сре́дства — χρησιμοποιώ όλα τα μέσα
2) (медицинское и т. п.) το φάρμακοперевя́зочные сре́дства — οι επίδεσμοι
-
17 увезти
-
18 верный
верн||ыйприл1. (преданный) πιστός, Εμπιστος, ἀφοσιωμένος:\верный своему́ слову πιστός στό λόγο μου·2. (надежный) ἀσφαλής, σίγουρος:\верныйое средство τό ἀσφαλές (или σίγουρο) μέσο, τό ἀποτελεσματικό μέσο· \верный источник ἡ ἀσφαλής πηγή·3. (правильный) σωστός, ὀρθός/ ἀκριβής (точный):\верныйая мысль ἡ σωστή σκέψη· \верныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \верныйое изображение ἡ ἀκριβής ἀπεικόνιση·4. (меткий, точный) ἀλάθευτος, σίγουρος, σταθερός, εὐσταθής:\верный глаз τό ἀλάθευτο μάτι· \верныйая рука τό σίγουρο χέρι·5. (неизбежный, несомненный) σίγουρος, βέβαιος, ἀναμφίβολος:\верный выигрыш τό σίγουρο κέρδος· \верныйая смерть ὁ βέβαιος θάνατος, ὁ σίγουρος θάνατος. -
19 въезжать
въезжатьнесов1. εἰσέρχομαι, μπαίνω (μέ μεταφορικό μέσο)·2. (поселяться) ἐγκαθίσταμαι:\въезжать в новую квартиру ἐγ-καθίσταμαι σέ καινούριο διαμέρισμα·3. (подниматься) ἀνεβαίνω (μέ μεταφορικό μέσο):\въезжать на гору ἀνεβαίνω στό βουνό. -
20 подвозить
подвоз||и́тьнесов φέρ(ν)ω μέ μεταφορικό μέσο, κομίζω / μεταφέρω (попутно):\подвозитьи́ть товары κουβαλώ (μέ μεταφορικό μέσο) ἐμπορεύματα
См. также в других словарях:
μέσο — και μέσω επίρρ. τροπ., διαμέσου: Η πτήση έγινε μέσω Ρώμης. το 1. η μέση ενός πράγματος: Στο μέσο του τραπεζιού υπήρχε ένα κινέζικο βάζο. 2. η μέση μιας χρονικής διάρκειας ή ενέργειας (συνήθ. στον πληθ.): Θα φύγω από την πόλη στα μέσα της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσο- — και μεσό , α συνθετικό λέξεων που δηλώνει αυτό που βρίσκεται στη μέση ή μεταξύ: Μεσοπόλεμος, μεσονύχτι,μεσοκαλόκαιρο, μεσοπέλαγα κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέσο — και μέσον, το (ΑM μέσον, Μ και μέσο και μεσόν, Α επικ. και ποιητ. τ. μέσσον) 1. κεντρικό σημείο ανάμεσα σε πολλά άτομα ή πράγματα, ο χώρος ανάμεσά τους, το κέντρο («το μέσο τής πλατείας») 2. το μεταξύ δύο ή περισσότερων τοπικών ορίων σημείο το… … Dictionary of Greek
Μέσο Γερακάρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 237 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, 12 χλμ. ΒΔ της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλυκών του νομού Ζακύνθου … Dictionary of Greek
μέσο νεύρο — Νεύρο στο χέρι, που ελέγχει τις κινήσεις των μυών του πήχη και του άκρου χεριού και μεταβιβάζει την αίσθηση από ένα τμήμα του χεριού … Dictionary of Greek
μέσο ους — Κοιλότητα στο εσωτερικό μέρος του ακουστικού τύμπανου, που περιέχει τρία μικροσκοπικά οστάρια, τη σφύρα, τον άκμονα και τον αναβολέα, τα οποία μεταβιβάζουν τους ηχητικούς κραδασμούς και αποτελούν τμήμα του μηχανισμού της ακοής … Dictionary of Greek
ενδοπλανητικό μέσο — (Αστρον.). Η ύλη που περιέχεται στο ηλιακό σύστημα στον χώρο μεταξύ των πλανητών. Ο χώρος αυτός είναι γεμάτος από αραιό ιονισμένο αέριο (ηλιακός άνεμος), που απομακρύνεται από τον ήλιο με υπερηχητικές ταχύτητες. Στο αέριο αυτό είναι ενσωματωμένο… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… … Dictionary of Greek
έλκηθρο — Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ.… … Dictionary of Greek
απεργία — Μέσο συνδικαλιστικού διεκδικητικού αγώνα. Πρόκειται για πρόσκαιρη εγκατάλειψη της εργασίας, κατά τρόπο ομαδικό από μέρους των εργαζομένων, με σκοπό την προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων. Κατά το πρώτο μισό του 19ου αι., η συλλογική… … Dictionary of Greek