-
1 путём
-
2 через
через 1) (о пространстве) μέσα από; перепрыгнуть \через ручей πηδώ το ρυάκι· дорога идёт \через лес о δρόμος περνά μέσα από το δάσος· Охать в Москву через Киев πηγαίνω στη Μόσχα μέσο Κίεβο 2) (ο времени) μετά, σε. ύστερα από; \через две недели μετά (или ύστερα από) δυο βδομάδες; \через некоторое время σε λίγο καιρό 3) (посредством) διάμεσο, μέσο; \через газету μέσο της εφημερίδας череп м το κρανίο* * *1) ( о пространстве) μέσα απόперепры́гнуть че́рез руче́й — πηδώ το ρυάκι
доро́га идёт че́рез лес — ο δρόμος περνά μέσα από το δάσος
е́хать в Москву́ че́рез Ки́ев — πηγαίνω στη Μόσχα μέσο Κίεβο
2) ( о времени) μετά, σε, ύστερα απόче́рез две неде́ли — μετά ( или ύστερα από) δυο βδομάδες
че́рез не́которое вре́мя — σε λίγο καιρό
3) ( посредством) διάμεσο, μέσοче́рез газе́ту — μέσο της εφημερίδας
-
3 по
По р. Πάδος ο* * *1) (по улице и т. п.) σε, ανάгуля́ть по го́роду (по у́лице) — κάνω βόλτα στην πόλη (στο δρόμο)
2) ( согласно) κατά, με, ανάλογα, σύμφωνα•по расписа́нию — σύμφωνα με το δρομολόγιο
по мне́нию — κατά τη γνώμη
3) ( вследствие) κατά, λόγω, εξαιτίαςпо необходи́мости — λόγω ανάγκης
по боле́зни — λόγω αρρώστιας
по оши́бке — κατά λάθος
по распоряже́нию — κατά διαταγή
4) ( посредством) από, με, διάμεσοпо по́чте— ταχυδρομικώς
говори́ть по телефо́ну — μιλώ από το τηλέφωνο
5) ( о времени) μέχρι, ως; μετάпо вечера́м — τα βράδια
по возвраще́нии — μετά την επιστροφή
6) ( в разделительном значении) ανά; απόпо́ два — ανά δύο
по одному́ — ένας ένας
-
4 интерлюдия
-и θ.διάμεσο μέλος.
См. также в других словарях:
διάμεσο — το βλ. διάμεσος … Dictionary of Greek
διάμεσο — το 1. το κενό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράγματα ή ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο πράξεις, ιντερμέδιο. 2. το μέντιουμ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέντιουμ ή διάμεσο — Πρόσωπο προικισμένο με ψυχικές ικανότητες πέραν του κανονικού, οι οποίες και το αναγκάζουν να προβεί ασυνήθιστες εκδηλώσεις που αποτελούν αντικείμενο μελέτης της μεταφυσικής. Η φαινομενολογία επιτυγχάνεται όταν το μ. (του οποίου η ψυχική και… … Dictionary of Greek
διάμεσος — η, ο 1. ο ενδιάμεσος, αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλους: Τα δωμάτια χωρίζονται με διάμεσο διάδρομο. 2. (γεωμ.), το θηλ. ως ουσ., διάμεσος η ευθεία που ενώνει την κορυφή ενός τριγώνου με το μέσο της απέναντι πλευράς. 3. αυτός που μεσολαβεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτινοπνευμονίτιδα — η συλλογή οροϊνώδους εξιδρώματος και κυττάρων στον διάμεσο κυρίως ιστό τών πνευμόνων, που παρουσιάζεται δύο έως τρεις συνήθως εβδομάδες ύστερα από ακτινοθεραπεία με ακτίνες Χ ή γ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ακτίνα + πνευμονίτιδα] … Dictionary of Greek
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
ενδιάμεσος — Αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλους, ο διάμεσος· ο κενός χώρος που παρεμβάλλεται, το διάμεσο. ε. άτομο (Φυσ.). Ένα άτομο που είναι τοποθετημένο σε μια ε. θέση του πλέγματος (δηλαδή ανάμεσα σε πλεγματικά σημεία) ενός κρυστάλλου. Το άτομο… … Dictionary of Greek
εποχούμαι — (AM ἐποχοῡμαι, έομαι) [οχούμαι] μετακινούμαι με μεταφορικό μέσο («μὴ μὲν’ τοῑς ἵπποισιν ἀνὴρ ἐποχήσεται ἄλλος Τρώων», Ομ. Ιλ.) μσν. 1. κάθομαι επάνω 2. κατευθύνομαι αρχ. 1. (για αρσ. ζώα) οχεύω, βατεύω 2. (για εξαρθρωμένα κόκαλα) στηρίζομαι στο… … Dictionary of Greek
ιντερμέτζο — και ιντερμέδιο, το εμβόλιμο αυτοτελές δραματικό ή μουσικό κομμάτι που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πράξεις τού κυρίως δράματος ή σε κάποιο σημείο τής κυρίως μουσικής συνθέσεως, αλλ. εμβόλιμο ή διάμεσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… … Dictionary of Greek
λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… … Dictionary of Greek