-
121 вложить
вложу, вложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα, εμβάλλω, ενθέτω•вложить саблю в ножны βάζω το σπαθί στη θήκη•
вложить письмо в конверт βάζω το γράμμα στο φάκελλο.
2. (για χρήματα) καταθέτω. || επενδύω, παραχωρώ, χορηγώ, διαθέτω•вложить миллионы в промышленность διαθέτω ε-κατομύρια στη βιομηχανία.
εκφρ.вложить в уста – βάζω στο στόμα•автор -ил в уста героя свой мысли – ο συγγραφέας έβαλε στο στόμα του ήρωα τις δικές του σκέψεις.μπαίνω μέσα εμβάλλομαι, εντίθεμαι. -
122 вмонтировать
-рую, -руешь, ρ.σ.μ.συναρμολογώ μέσα, βάζω μέσα, εμβάλλω. -
123 вмотать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмотанный, βρ: -тан, -а, -оκουβαριάζω μέσα, βάζω μέσα κουβαριάζοντας. -
124 внутренне
επίρ.εσωτερικά, μέσα, εντός•-доволен собой μέσα μου είμαι ικανοποιημένος.
-
125 внутрь
επίρ.προς τα μέσα, προς το εσωτερικό, προς τα έσω• εσωτερικά•они вошли αυτοί μπήκαν μέσα•
принимать лекарство! παίρνω φάρμακο εσωτερικά.
-
126 ворваться
-вусь, -вёшься, παρλθ. χρ. -ался, -лась, -лось, κ. -лосьρ.σ.εισορμώ, ορμώ μέσα, εισβάλλω βίαια•ворваться в окопы противника ορμώ μέσα στα χαρακώματα του εχθρού.
-
127 воткнуть
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воткнутый, βρ: -нут, -а, -оμπήγω, χώνω, βάζω μέσα.μπήγομαι, χώνομαι, μπαίνω μέσα, εισδύω. -
128 впереть
вопру, вопрёшь, παρλθ. χρ. впёр, -ла, -ло παθ. μτχ. παρλθ. χρ. впертый, βρ: вперт, -а, -ο, επίρ. μτχ. вперев, κ. вперши, ρ.σ. (απλ.)1. μ. σπρώχνω, ωθώ μέσα, χώνω με δυσκολία.2. αμ. βλ. παθ. φ.εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω μέσα με δυσκολία.
См. также в других словарях:
μέσα — μέσᾱ , μέση mese fem nom/voc/acc dual μέσᾱ , μέση mese fem nom/voc sg (doric aeolic) μέσᾱ , μέσης a wind between masc nom/voc/acc dual μέσης a wind between masc voc sg μέσᾱ , μέσης a wind between masc gen sg (doric aeolic) μέσης a wind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek
μέσα — (μέσ από, μες στο), επίρρ. τοπ. 1. όχι έξω, στο εσωτερικό, εντός: Έκρυψε τα κοσμήματα μέσα στο συρτάρι. 2. φρ., «Τον βάλανε μέσα», τον βάλανε στη φυλακή ή τον ζημίωσαν αρκετά· «Είμαι στα μέσα και στα έξω», βρίσκομαι παντού, έχω προσβάσεις και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέσᾳ — μέσαι , μέση mese fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέση mese fem dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσης a wind between masc nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσης a wind between masc dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσος b fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσος b fem dat sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέσα Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Β του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης … Dictionary of Greek
Μέσα Βουκολιές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 42 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 29 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολίων … Dictionary of Greek
Μέσα Βουνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 72 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μέσα Δίδυμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 189 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια, 15 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου … Dictionary of Greek
Μέσα Κατοικίες — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 102 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μέσα Λασιθάκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 34 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου … Dictionary of Greek
Μέσα Λασίθι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 164 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, 40 χλμ. ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου … Dictionary of Greek