-
61 μέσαι
μέσηmese: fem nom /voc plμέσᾱͅ, μέσηmese: fem dat sg (doric aeolic)μέσηςa wind between: masc nom /voc plμέσᾱͅ, μέσηςa wind between: masc dat sg (doric aeolic)μέσοςb: fem nom /voc plμέσᾱͅ, μέσοςb: fem dat sg (doric aeolic) -
62 вбухать
ρ.σ.μ.(απλ.) ρίχνω μέσα, χύνω μέσα, εισχέω, βάζω μέσα πολύ κ. μονοκοπανιά.πέφτω βαριά•вбухать в лужу πέφτω στο νερόλακκο.
-
63 ввить
вовью, вовьешь, παρλθ. χρ. ввил, -ла, -ввило, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ввитый, βρ: ввит, -а, ввито, ρ.σ.μ.πλέκω μέσα, εμπλέκω•ввить ленту в венок πλέκω κορδέλλα μέσα ατό στεφάνι.
πλέκομαι μέσα, εμπλέκομαι. -
64 влить
волью, вольешь, παρλθ. χρ. влил, -ла, -ло, προστκ. влей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. влитый, βρ: влит, -а, -о, ρ.σ.μ.1. χύνω μέσα, εγχύνω, εγχέω•влить лекарство в стакан χύνω φάρμακο στο ποτήρι•
влить воду в бочку χύνω νερό στο βαρέλι-.
2. μτφ. γεμίζω, πληρώ, φέρνω, δίνω•приятное известие -ло ему бодрость η ευχάριστη είδηση του ‘δοσε ζωντάνια.
3. ρίχνω, εφοδιάζω, ενισχύω•влить новые кадры в промышленность ρίχνω νέα στελέχη στη βιομηχανία.
1. χύνομαι, ρέω μέσα. || μτφ. πληρούμαι, γεμίζω•в меня -лась бодрость μέσα μου πλημμύρησα ζωντάνια.
2. προστίθεμαι, έρχομαι, ενώνομαι•-лись новые подкрепления ήρθαν καινούργιες ενισχύσεις.
-
65 врезать
вре/ зать, вреза/тьврежу, врежешь ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα εγκόπτοντας•врезать замок в дверь βάζω εσωτερική κλειδαριά στην πόρτα.
2. μτφ. τυπώνω, βάζω (στο μυαλό, νου, μνήμη).1. κόβοντας, σχίζοντας μπαίνω μέσα, μπήγομαι, χώνομαι μέσα•лодка -лась в песок η βάρκα κόλλησε στον άμμο.
2. εισβάλλω, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•конница -лась в неприятельскую пехоту το ιππικό εισέδυσε στο εχθρικό πεζικό.
3. μτφ. τυπώνομαι (στο μυαλό, νου, μνήμη).4. (απλ.) ερωτεύομαι•врезать по уши ερωτεύομαι τρελλά, είμαι φοβερά ερωτοχτυπημένος.
-
66 вставить
-влю, -вишь, ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα, μπάζω, εμβάλλω, ενθέτω, τοποθετώ μέσα•портрет в раму βάζω το πορτρέτο στο πλαίσιο•
вставить стекла βάζω (περνώ) τα τζάμια•
вставить себе зубы βάζω τα δόντια μου.
2. εισάγω, εγγράφω•вставить пропущенное слово εγγράφω παραληφθείσα λέξη.
μπαίνω, τοποθετούμαι μέσα σε κάτι. -
67 просвечивать
ρ.δ.1. βλ. просветить 1.2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• διαφαίνομαι, διακρίνομαι• ξεχωρίζω•солнце -ает сквозь тучи ο ήλιος φαίνεται μέσα από τα σύννεφα.• сквозь рубашку -ает голое тело μέσα από το πουκάμισο φαίνεται το γυμνό σώμα.• сквозь его слова -аеш недоверие μέσα από τα λόγια του διαφαίνεται η δυσπιστία.
|| είμαι διαφανής.διαφέγγομαι• διαφωτίζομαι, γίνομαι διαφανής κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
68 ἄ-κνηστις
ἄ-κνηστις, εως, ἡ (vgl. ἄκανος, ἄκανϑα), 1) Rückgrat von Thieren, Hom. Od. 10, 161 κατ' ἄκνηστιν μέσα νῶτα (ἅπαξ εἰρημ.); Scholl. ὅτι αὐτὸς ἐπεξηγεῖται τί ἐστιν ἄκνηστις διὰ τοῠ εἰπεῖν μέσα νῶτα (aus Aristonic.); – Ap. Rh. 4, 1402. – 2) Pflanze, Nic. Th. 52.
-
69 помещение
1. (внутренность здания, место, где помещается что-л.) о χώρ/ος, το διαμέρισμα, η αίθουσαвычитаемое - мор. μη εκμεταλλεύσιμος -доильное с.-х. - αρμέγματοςмор. о χώρος ενδιαίτησηςзакрытое - мор. κλειστός -неучитываемое - мор. εκπιπτόμενος -открытое - мор. ανοικτός-складское - αποθήκευσης, η αποθήκηслужебное - υπηρεσιακός -, εργασιακός -чердачное - στη σοφίτα, η σοφίτα2. (действие) η τοποθέτηση, η εγκατάσταση, (напр. денег вбанк) η κατάθεση, (опубликование) η δημοσίευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помещение
-
70 средства
1. (возможности) мн. τα μέσα 2. (деньги, капитал, материальные ценности) τα μέσα, οι δυνατότητεςналичные - τα λεφτά/χρήματα τοις μετρητοίςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > средства
-
71 транквилизаторы
τα ηρεμιστικά μέσα, τα ψυχοτροπικά μέσα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > транквилизаторы
-
72 транспорт
1. (средства перевозки) τα μεταφορικά μέσαη συγκοινωνίατα μέσα μεταφοράςводный - οι θαλάσσιες μεταφορές, η θαλάσσια συγκοινωνίαвоздушный - οι εναέριες μεταφορές, η αεροπορική συγκοινωνία2. хим. η μεταφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > транспорт
-
73 хозяйство
1. (экономика) η οικονομίαмировое - см. всемирное -2. (производственная единица) το συγκρότημα, η επιχείρησηмолочное - το γαλακτοκομείο, η γαλακτοκομεία3. (оборудование и оснащение) ο εξοπλισμός (και τα μέσα)инструментальное - το απόθεμα/η αποθήκη εργαλείωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хозяйство
-
74 внести
внести 1) φέρνω μέσα,μπάζω· επιφέρω (в -проект и т. п.) 2) (уплатить) πληρώνω \внестиденьги καταβάλλω (или καταθέτω) χρήματα 3) (вписать) εγγράφω· \внести в список εγγράφω στον κατάλογο 4): \внести предложение υποβάλλω (или κάνω) πρόταση \внести законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο* * *1) φέρνω μέσα, μπάζω; επιφέρω (в проект и т. п.)2) ( уплатить) πληρώνωвнести́ де́ньги — καταβάλλω ( или καταθέτω) χρήματα
3) ( вписать) εγγράφωвнести́ в спи́сок — εγγράφω στον κατάλογο
4)внести́ предложе́ние — υποβάλλω ( или κάνω) πρόταση
внести́ законопрое́кт — υποβάλλω νομοσχέδιο
-
75 внутри
-
76 впотьмах
-
77 душа
душа ж η ψυχή от всей \душай, всей \душаой ολόψυχα, με όλη μου την καρδιά в -е μέσα μου ◇ на душу населе ния κατ' άτομο* * *жη ψυχήот всей душа́и́, всей душа́о́й — ολόψυχα, με όλη μου την καρδιά
в душа́е́ — μέσα μου
••на ду́шу населе́ния — κατ' άτομο
-
78 за
за 1) (позади, вне ) από πίσω (или πέρα) από; για за вокзалом πίσω από το σταθμό за рекой πέρα από το ποτάμι за Москвой πέρα (или έξω) από τη Μόσχα бросить что-либо за окно πετώ κάτι από το παράθυρο; идти за кем-л. ακολουθώ κάποιον 2) (возле) σε κοντά, γύρω από сесть за сгол κάθομαι στο τραπέζι 3) (н.а расстоянии) από, σε απόσταση за десять километров до... δέκα χιλιόμετρα από..- 4) (о сроке) πριν, προ за десять дней до... δέκα μέρες πριν από... за десять дней μέσα σε δέκα μέρες 5) (о йене): за наличный расчёт τοις μετρητοίς купить билет за пять рублей αγοράζω εισιτήριο των πέντε ρουβλιών 6) (цель ) για послать за доктором στέλνω να φωνάξουν το γιατρό бороться за мир αγωνίζομαι για την ειρήνη 7) (направление действия): держаться за перила κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα приняться за работу αρχίζω τη δουλειά 8): уважать за храб* * *1) (позади, вне) από; πίσω ( или πέρα) από; γιαза вокза́лом — πίσω από το σταθμό
за реко́й — πέρα από το ποτάμι
за Москво́й — πέρα ( или έξω) από τη Μόσχα
бро́сить что́-либо за окно́ — πετώ κάτι από το παράθυρο
идти́ за кем-л. — ακολουθώ κάποιον
2) ( возле) σε; κοντά, γύρω από3) ( на расстоянии) από, σε απόστασηза де́сять киломе́тров до... — δέκα χιλιόμετρα από…
4) ( о сроке) πριν, προза де́сять дней до... — δέκα μέρες πριν από…
за де́сять дней — μέσα σε δέκα μέρες
5) ( о цене)за нали́чный расчёт — τοις μετρητοίς
купи́ть биле́т за пять рубле́й — αγοράζω εισιτήριο των πέντε ρουβλιών
6) ( цель) γιαпосла́ть за до́ктором — στέλνω να φωνάξουν το γιατρό
боро́ться за мир — αγωνίζομαι για την ειρήνη
7) ( направление действия)держа́ться за пери́ла — κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα
приня́ться за рабо́ту — αρχίζω τη δουλειά
8)уважа́ть за хра́брость — εκτιμώ για την πάλικαριά
-
79 изнутри
-
80 массовый
массовый μαζικός· πολυπληθής (многолюдный)· средства \массовыйой информации τα μαζικά μέσα ενημέρωσης* * *μαζικός; πολυπληθής ( многолюдный)сре́дства ма́ссовой информа́ции — τα μαξικά μέσα ενημέρωσης
См. также в других словарях:
μέσα — μέσᾱ , μέση mese fem nom/voc/acc dual μέσᾱ , μέση mese fem nom/voc sg (doric aeolic) μέσᾱ , μέσης a wind between masc nom/voc/acc dual μέσης a wind between masc voc sg μέσᾱ , μέσης a wind between masc gen sg (doric aeolic) μέσης a wind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek
μέσα — (μέσ από, μες στο), επίρρ. τοπ. 1. όχι έξω, στο εσωτερικό, εντός: Έκρυψε τα κοσμήματα μέσα στο συρτάρι. 2. φρ., «Τον βάλανε μέσα», τον βάλανε στη φυλακή ή τον ζημίωσαν αρκετά· «Είμαι στα μέσα και στα έξω», βρίσκομαι παντού, έχω προσβάσεις και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέσᾳ — μέσαι , μέση mese fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέση mese fem dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσης a wind between masc nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσης a wind between masc dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσος b fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσος b fem dat sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέσα Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Β του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης … Dictionary of Greek
Μέσα Βουκολιές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 42 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 29 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολίων … Dictionary of Greek
Μέσα Βουνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 72 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μέσα Δίδυμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 189 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια, 15 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου … Dictionary of Greek
Μέσα Κατοικίες — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 102 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μέσα Λασιθάκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 34 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου … Dictionary of Greek
Μέσα Λασίθι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 164 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, 40 χλμ. ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου … Dictionary of Greek