-
21 Χύθηκε το λάδι μας μέσα στο τηγάνι μας
• Не было бы счастья, да несчастье помоглоИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Χύθηκε το λάδι μας μέσα στο τηγάνι μας
-
22 στα μέσα
a mitjans -
23 έντυπα μέσα
печатените медиумиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > έντυπα μέσα
-
24 περι τα μέσα ...
кон cрединатаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > περι τα μέσα ...
-
25 DSL version: 1.0.0
μέσα -
26 à
μέσα -
27 inside
μέσα -
28 μέσας
μέσᾱς, μέσηmese: fem acc plμέσᾱς, μέσηmese: fem gen sg (doric aeolic)μέσᾱς, μέσηςa wind between: masc acc plμέσᾱς, μέσηςa wind between: masc nom sg (epic doric aeolic)μέσᾱς, μέσοςb: fem acc plμέσᾱς, μέσοςb: fem gen sg (doric aeolic) -
29 μεσαμβρινά
μεσᾱμβρινά, μεσημβρινόςbelonging to noon: neut nom /voc /acc pl (doric)μεσᾱμβρινά̱, μεσημβρινόςbelonging to noon: fem nom /voc /acc dual (doric)μεσᾱμβρινά̱, μεσημβρινόςbelonging to noon: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
30 μέσαν
μέσᾱν, μέσηmese: fem acc sg (doric aeolic)μέσᾱν, μέσηςa wind between: masc acc sg (epic doric aeolic)μέσηςa wind between: masc acc sgμέσᾱν, μέσοςb: fem acc sg (doric aeolic) -
31 μεσαμβρινόν
μεσᾱμβρινόν, μεσημβρινόςbelonging to noon: masc acc sg (doric)μεσᾱμβρινόν, μεσημβρινόςbelonging to noon: neut nom /voc /acc sg (doric) -
32 μεσαμέριον
μεσᾱμέριον, μεσημέριοςat midday: masc /fem acc sg (doric)μεσᾱμέριον, μεσημέριοςat midday: neut nom /voc /acc sg (doric) -
33 μεσάσας
μεσά̱σᾱς, μεσάζωto be half-cooked: fut part act fem acc pl (doric)μεσά̱σᾱς, μεσάζωto be half-cooked: fut part act fem gen sg (doric)μεσάσᾱς, μεσάζωto be half-cooked: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
34 внутри
μέσαεντόςεσωτερικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > внутри
-
35 μεσαμβριναί
μεσᾱμβριναί, μεσημβρινόςbelonging to noon: fem nom /voc pl (doric) -
36 μεσαμβρινός
μεσᾱμβρινός, μεσημβρινόςbelonging to noon: masc nom sg (doric) -
37 μεσάσαι
μεσά̱σᾱͅ, μεσάζωto be half-cooked: fut part act fem dat sg (doric)μεσάζωto be half-cooked: aor inf actμεσάσαῑ, μεσάζωto be half-cooked: aor opt act 3rd sg -
38 iç
μέσα, εντός, έσω, εσωτερικός -
39 medya
μέσα μαζικής επικοινωνίας -
40 μέσ'
μέσαι, μέσηmese: fem nom /voc plμέσᾱͅ, μέσηmese: fem dat sg (doric aeolic)μέσα, μέσηςa wind between: masc voc sgμέσα, μέσηςa wind between: masc nom sg (epic)μέσαι, μέσηςa wind between: masc nom /voc plμέσᾱͅ, μέσηςa wind between: masc dat sg (doric aeolic)μέσα, μέσοςb: neut nom /voc /acc plμέσε, μέσοςb: masc voc sgμέσαι, μέσοςb: fem nom /voc plμέσᾱͅ, μέσοςb: fem dat sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
μέσα — μέσᾱ , μέση mese fem nom/voc/acc dual μέσᾱ , μέση mese fem nom/voc sg (doric aeolic) μέσᾱ , μέσης a wind between masc nom/voc/acc dual μέσης a wind between masc voc sg μέσᾱ , μέσης a wind between masc gen sg (doric aeolic) μέσης a wind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek
μέσα — (μέσ από, μες στο), επίρρ. τοπ. 1. όχι έξω, στο εσωτερικό, εντός: Έκρυψε τα κοσμήματα μέσα στο συρτάρι. 2. φρ., «Τον βάλανε μέσα», τον βάλανε στη φυλακή ή τον ζημίωσαν αρκετά· «Είμαι στα μέσα και στα έξω», βρίσκομαι παντού, έχω προσβάσεις και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέσᾳ — μέσαι , μέση mese fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέση mese fem dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσης a wind between masc nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσης a wind between masc dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσος b fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσος b fem dat sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέσα Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Β του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης … Dictionary of Greek
Μέσα Βουκολιές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 42 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 29 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολίων … Dictionary of Greek
Μέσα Βουνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 72 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μέσα Δίδυμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 189 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια, 15 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου … Dictionary of Greek
Μέσα Κατοικίες — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 102 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μέσα Λασιθάκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 34 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου … Dictionary of Greek
Μέσα Λασίθι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 164 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, 40 χλμ. ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου … Dictionary of Greek