Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μέμυκα

См. также в других словарях:

  • μέμυκα — μύω close perf ind act 1st sg μύζω make the sound perf ind act 1st sg μέμῡκα , μυκάομαι low perf ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμύκασι — μεμύκᾱσι , μύω close perf ind act 3rd pl μεμύκᾱσι , μύζω make the sound perf ind act 3rd pl μεμύ̱κᾱσι , μυκάομαι low perf ind act 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμύκασιν — μεμύκᾱσιν , μύω close perf ind act 3rd pl μεμύκᾱσιν , μύζω make the sound perf ind act 3rd pl μεμύ̱κᾱσιν , μυκάομαι low perf ind act 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκώμαι — (ΑΜ μυκῶμαι, άομαι, Α και μύκομαι) 1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.) 2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται… …   Dictionary of Greek

  • μύω — (Α) 1. (μτβ.) κλείνω («ὕπνος ἔμυσε κόρας», Ανθ. Παλ.) 2. (αμτβ.) (για ανθρώπους και ζώα) κλείνω τα μάτια ή τα χείλια («μύω τε καὶ δέδορκα», Σοφ.) 3. (για τα μάτια, το στόμα ή άλλο συστελλόμενο άνοιγμα) είμαι κλειστός, κλείνω, κλείνομαι 4. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»