-
1 μέλεσσιν
μέλοςlimb: neut dat pl (epic) -
2 ἐπινέμω
-
3 μέλος
μέλος (-ος, -ει, -ος; -έων, -εσσιν, -η.)a limb μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη (sc. Πέλοπα) O. 1.49πολιῷ χαλκῷ μέλη τετρωμένοι P. 3.48
ἀγχομένοις δὲ χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν μελέων ἀφάτων of serpents N. 1.47θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.15
μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν (sc. Ἡρακλέης) Πα. 2. 11. εὕδει δὲ πρασσόντων μελέων sc. the soul fr. 131b. 3.bI songἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47
τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ O. 9.1
[ σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος τοιοῖσδε μέλεσσιν (v. l. βέλεσσιν) O. 9.8]γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
χλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμονἀντιάξει μελέων O. 10.84
τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P. 2.4
τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται P. 2.68
( Ἀρκεσίλαν)ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.107
ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.15
ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον Οἰνώνᾳ N. 4.45
δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν I. 6.2
ἀνδ]ρὶ σοφῷ παρέχει μέλος[ Pae. 18.3
ἀχεῖ τ' ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς fr. 75. 18. [ μέλος ( μέλι Wil. e Σ.) fr. 97.] καμπύλον μέλος διώκων hyporchema *fr. 107a. 3.* τροχὸν μέλος fr. 177c. ]σ' ἀγλαὸν μέλος [παρ]θενηίας ὀπὸς εὐηρ[ατ ?fr. 333a. 13.II music, of flutes.παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12.19
( δελφίς) τὸν μὲν αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 17.III met. μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων go out of tune N. 7.69 -
4 τοιόσδε
a such as this referring to the poem ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων Δία ἐπίνειμαι τοιοῖσδε βέλεσσιν (v. l. μέλεσσιν) O. 9.8 ( φάμα)ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν I. 4.27
ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι (i. e. αἱ τῶν νικηφόρων τιμαί Σ: τοιᾷδε τιμᾷ Σ̆{γρ˙}) I. 5.54 ἀλλὰ θαυμάζω, τί με λέξοντι Ἰσθμοῦ δεσπόται τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν εὑρόμενον σκολίου fr. 122. 14.b such as follows καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων Πα. 8A. 13. -
5 περιτρομέω
A tremble, Q.S.13.184,al.: c. acc., tremble at, θῆρα, ὁμοκλήν, Id.3.182, 364 : c. gen., tremble by reason of, ὑετοῖο, ὠδίνων, Arat.861, Opp.H.4.194 : c. dat., tremble for, ib.1.293,4.202 :—[voice] Med., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν all the flesh crept on his limbs, Od.18.77: abs., Q.S.1.477.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτρομέω
-
6 σάρξ
A flesh, Hom. always in pl., exc. Od.19.450, cf. Hes.Sc. 364, 461;κορέει κύνας.. δημῷ καὶ σάρκεσσι Il.8.380
;ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα Od.9.293
, cf. 11.219; , cf. Hes.Th. 538, Pi.Fr. 168, etc.; ;ὀπτὰς σάρκας Id.Ag. 1097
;σάρκες δ' ἀπ' ὀστέων.. ἀπέρρεον E.Med. 1200
; sts. to represent the whole body,μήτε γῆ δέξαιτό μου σάρκας θανόντος Id.Hipp. 1031
, cf. 1239, 1343 (anap.): sg. later in same sense, τοῦ αἵματος.. πηγνυμένου σ. γίνεται (of the foetus) Hp.Nat.Puer.15, cf.Steril.233; (lyr.);ἔδαπτον σάρκα E.Med. 1189
, cf. Ba. 1136, Cyc. 344, etc.: also collectively, of the body,γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ' ἡβῶσαν φέρει A.Th. 622
;σαρκὶ παλαιᾶ Id.Ag.72
(anap.); σαρκὸς περιβόλαια, ἐνδυτά, E.HF 1269, Ba. 746:—Pl. uses sg. and pl. in much the same manner, , cf. Smp. 211e, R. 556d, Grg. 518c, etc.; , cf. 61c, 62b, etc.: portions of meat, usu. in pl.,σάρκας τρεῖς IG12(7).237.17
([place name] Amorgos) (sg., ib.12(2).498.16 (Methymna, iii B.C.)); but, pieces of flesh or membrane,βήσσοντα.. ὥστε σάρκας ἐνπύους.. ἀποβάλλειν SIG 1171.5
([place name] Lebena).b εἰς σάρκα πημαίνειν to the quick, Phld.Herc. 1289p.60V.2 ἡ σ. τοῦ σκύτεος the inner or flesh-side of leather, Hp.Art.33.3 fleshy, pulpy substance of fruit, Thphr.CP6.8.5, HP1.2.6, 4.15.1, al.II the flesh, as the seat of the affections and lusts, fleshly nature,ἐν τῇ σ. ἡ ἡδονή Epicur.Sent.18
, cf. Sent.Vat. 33; ἀδούλωτον (prob. l.)τῇ σαρκὶ καὶ τοῖς ταύτης πάθεσι Plu.2.107f
, cf. 101b; freq. in NT, Ep.Gal.5.19, al.2 in NT also, the body,τῆς σαρκὸς πρόνοια Ep.Rom.13.14
;οὔτε ἡ σ. αὐτοῦ εἶδεν διαφθοράν Act.Ap.2.31
, etc.: hence (partly as a Hebraism) πᾶσα σάρξ, = every- body, LXX Ge.6.12, al., Ev.Luc.3.6, etc.; οὐ.. πᾶσα σάρξ nobody, Ev. Matt.24.22, etc.3 the physical or natural order of things, opp. the spiritual or supernatural,σοφοὶ κατὰ σάρκα 1 Ep.Cor.1.26
;ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ οὐκ ἐν σαρκὶ πεποιθότες Ep.Phil.3.3
; τὸν κύριον τῶν πνευμάτων καὶ πάσης ς. SIG1181.3 (ii B.C., Jewish). (Perh. I.-E. twr[kcirc ]- 'portion', cf. Avest. θwar[schwa]s- 'cut'.) -
7 σκέλλω
Aσκήλειε Il.
(v. infr.),ἔσκειλα Zonar.
:— [voice] Pass., v. infr. 11:—dry up, parch,μὴ μένος ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Il.23.191
; cf. ἐνσκέλλω.II [voice] Pass. σκέλλομαι (): [tense] fut.σκελοῦμαι Hsch.
: intr. [tense] pf. [voice] Act. ἔσκληκα in [tense] pres. signf. (in compds. also with intr. [tense] aor. 2 [voice] Act. σκλῆναι, cf. ἀποσκλῆναι):— to be parched, lean, dry, ἐσκληκότα καπνῷ smoke- dried, Choeril.4, cf. Nic.Th. 718;χρὼς ἐσκλήκει A.R.2.201
; [dialect] Ep. part. nom. pl. ἐσκληῶτες ib.53.
См. также в других словарях:
μέλεσσιν — μέλος limb neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέλλω — ΜΑ 1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. σκέλλομαι α) είμαι κατάξηρος,… … Dictionary of Greek