Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λάλημα

См. также в других словарях:

  • λάλημα — talk neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάλημα — το (AM λάλημα) [λαλώ] ομιλία, λόγος, φλυαρία νεοελλ. 1. κελάδημα ή φωνή πτηνού («τού πετεινού το λάλημα») 2. ήχος μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου 3. στον πληθ. τα λαλήματα τα λαλούμενα, δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή… …   Dictionary of Greek

  • λάλημα — το ατος,φωνή, κελάδημα, ήχος μουσικού οργάνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαλημάτων — λάλημα talk neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλήμασι — λάλημα talk neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλήματα — λάλημα talk neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλήματι — λάλημα talk neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλήματος — λάλημα talk neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιλάλημα — το 1. αντήχηση, αντίλαλος 2. λάλημα πετεινού μετά από λάλημα άλλου …   Dictionary of Greek

  • έπασμα — ἔπασμα, το και ἐπασμός, ο (AM) μσν. 1. το λάλημα, το κελάηδημα τών πουλιών 2. άσμα αρχ. επωδή, μαγικό άσμα, μαγγανεία, ξεμάτιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άσμα «τραγούδι»] …   Dictionary of Greek

  • αλεκτοροφωνία — ἀλεκτοροφωνία, η (AM) 1. φωνή, λάλημα κόκορα 2. το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα χαράματα, οπότε λαλούν οι πετεινοί (για τους αρχαίους η τρίτη «φυλακή» τής νύχτας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ ορος + φωνία < φωνος < φωνή] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»