-
1 λάλημα
λάλημαtalk: neut nom /voc /acc sg -
2 λάλημα
-ατος τό N 3 0-1-2-0-1=4 1 Kgs 9,7; Ez 23,10; 36,3; TobS 3,4 -
3 λάλημα
A talk, prattle, Eub.109, Mosch.1.8. -
4 λαλημάτων
λάλημαtalk: neut gen pl -
5 λαλήμασι
λάλημαtalk: neut dat pl -
6 λαλήματα
λάλημαtalk: neut nom /voc /acc pl -
7 λαλήματι
λάλημαtalk: neut dat sg -
8 λαλήματος
λάλημαtalk: neut gen sg -
9 νυκτολάλημα
A spell for making a woman talk in her sleep, PMag.Lond.121.411.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτολάλημα
-
10 λαλέω
Grammatical information: v.Meaning: `talk, chat, prattle' (Att.), ` speak' (Arist., hell.), NGr. also ` drive' of cattle etc., prop. ` induce to go'.Other forms: aor. λαλῆσαι.Derivatives: As backformations: 1. λάλος ` chattering' (Att.) with λαλίσ-τερος, - τατος (Leumann Mus. Helv. 2, 11), also κατάλαλος from κατα-λαλέω; poet. transformations λαλιός, λαλοεις `id.' (AP); 2. λάλη f. ` chatter' ( Com. Adesp., Luc.). - Further: 1. λαλιά (also with κατα-, συν- from κατα-λαλέω) `chatter, talk' (Att., hell.), or connected with λάλος (cf. Scheller Oxytonierung 80f., Schwyzer 469). 2. λάλημα, λάλησις `id.' (Att.). 3. λαλητός ` able to speak' (LXX), περιλάλητος ` much discussed' (Agath.); λαλητικός `chattering' (Ar.). 4. λαλητρίς f. ` chattr-ess' (AP), λάληθρος ` tweddler' (Lyc., AP; cf. στωμύληθρος and Chantraine Form. 372f.). - 5. With γ-suffix (cf. σμαραγέω, οἰμώζω, - ωγή etc.; Schwyzer 496, Chantraine 401): λαλαγέω of unarticulated sounds `babble, chirrup, chirp' (Pi., Theoc., AP), also λαλάζω, - άξαι `id.' (Anacr., H.); here λαλαγ-ή, - ημα, - ητής (Opp., AP, H.); λάλαγες χλωροὶ βάτραχοι... οἱ δε ὀρνέου εἶδός φασι H. - Also with geminate: λάλλαι pl. f. `pebbles' (Theoc., H., EM).Etymology: Ending as in σμαραγέω, κελαδέω, βομβέω and other sound-verbs (cf. Schwyzer 726 n. 5). - Onomatopoetic elementary creation like e. g. Lat. lallāre, Lith. lalúoti 'Germ. lallen'; WP. 2, 376, Pok. 650, W.-Hofmann s. lallō, Fraenkel Lit. et. Wb. s. lalė́ti.Page in Frisk: 2,76-77Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαλέω
См. также в других словарях:
λάλημα — talk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάλημα — το (AM λάλημα) [λαλώ] ομιλία, λόγος, φλυαρία νεοελλ. 1. κελάδημα ή φωνή πτηνού («τού πετεινού το λάλημα») 2. ήχος μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου 3. στον πληθ. τα λαλήματα τα λαλούμενα, δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή… … Dictionary of Greek
λάλημα — το ατος,φωνή, κελάδημα, ήχος μουσικού οργάνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαλημάτων — λάλημα talk neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήμασι — λάλημα talk neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήματα — λάλημα talk neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήματι — λάλημα talk neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήματος — λάλημα talk neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιλάλημα — το 1. αντήχηση, αντίλαλος 2. λάλημα πετεινού μετά από λάλημα άλλου … Dictionary of Greek
έπασμα — ἔπασμα, το και ἐπασμός, ο (AM) μσν. 1. το λάλημα, το κελάηδημα τών πουλιών 2. άσμα αρχ. επωδή, μαγικό άσμα, μαγγανεία, ξεμάτιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άσμα «τραγούδι»] … Dictionary of Greek
αλεκτοροφωνία — ἀλεκτοροφωνία, η (AM) 1. φωνή, λάλημα κόκορα 2. το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα χαράματα, οπότε λαλούν οι πετεινοί (για τους αρχαίους η τρίτη «φυλακή» τής νύχτας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ ορος + φωνία < φωνος < φωνή] … Dictionary of Greek