-
1 λαλητός
λαλητόςendowed with speech: masc nom sg -
2 λαλητός
-ή,-όν A 0-0-0-1-0=1 Jb 38,14endowed with speech; neol. -
3 λαλητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαλητός
-
4 λαλητόν
λαλητόςendowed with speech: masc acc sgλαλητόςendowed with speech: neut nom /voc /acc sg -
5 λαλητοί
λαλητόςendowed with speech: masc nom /voc pl -
6 λαλητούς
λαλητόςendowed with speech: masc acc pl -
7 λαλητή
λαλητόςendowed with speech: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
8 δημολάλητος
A notorious, Id., EM265.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημολάλητος
-
9 δυσεκλάλητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσεκλάλητος
-
10 πολυλάλητος
A gloss on ἀθυρόστομος, Sch.S.Ph. 188.II often repeated, of a common epithet, Eust.861.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυλάλητος
-
11 ἀνεκλάλητος
ἀνεκ-λάλητος, ον,A unutterable, ineffable, 1 Ep.Pet.1.8, Eun.VSp.486 B., Ar. Byz.Epit.26.10, Jul.Or.5.158d.2 not capable of expression or calculation,δύναμις Dsc.
Eup.Praef.;ἰδιότης Heliod.
ap. Sch.Orib.45.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεκλάλητος
-
12 ἀπεριλάλητος
A not to be out-talked or without skill in circumlocution, Ar.Ra. 839:—cf. Hsch. ἀπεριλάλητον ( ἀπεριάλλητον cod.): ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπεριλάλητος
-
13 λαλέω
Grammatical information: v.Meaning: `talk, chat, prattle' (Att.), ` speak' (Arist., hell.), NGr. also ` drive' of cattle etc., prop. ` induce to go'.Other forms: aor. λαλῆσαι.Derivatives: As backformations: 1. λάλος ` chattering' (Att.) with λαλίσ-τερος, - τατος (Leumann Mus. Helv. 2, 11), also κατάλαλος from κατα-λαλέω; poet. transformations λαλιός, λαλοεις `id.' (AP); 2. λάλη f. ` chatter' ( Com. Adesp., Luc.). - Further: 1. λαλιά (also with κατα-, συν- from κατα-λαλέω) `chatter, talk' (Att., hell.), or connected with λάλος (cf. Scheller Oxytonierung 80f., Schwyzer 469). 2. λάλημα, λάλησις `id.' (Att.). 3. λαλητός ` able to speak' (LXX), περιλάλητος ` much discussed' (Agath.); λαλητικός `chattering' (Ar.). 4. λαλητρίς f. ` chattr-ess' (AP), λάληθρος ` tweddler' (Lyc., AP; cf. στωμύληθρος and Chantraine Form. 372f.). - 5. With γ-suffix (cf. σμαραγέω, οἰμώζω, - ωγή etc.; Schwyzer 496, Chantraine 401): λαλαγέω of unarticulated sounds `babble, chirrup, chirp' (Pi., Theoc., AP), also λαλάζω, - άξαι `id.' (Anacr., H.); here λαλαγ-ή, - ημα, - ητής (Opp., AP, H.); λάλαγες χλωροὶ βάτραχοι... οἱ δε ὀρνέου εἶδός φασι H. - Also with geminate: λάλλαι pl. f. `pebbles' (Theoc., H., EM).Etymology: Ending as in σμαραγέω, κελαδέω, βομβέω and other sound-verbs (cf. Schwyzer 726 n. 5). - Onomatopoetic elementary creation like e. g. Lat. lallāre, Lith. lalúoti 'Germ. lallen'; WP. 2, 376, Pok. 650, W.-Hofmann s. lallō, Fraenkel Lit. et. Wb. s. lalė́ti.Page in Frisk: 2,76-77Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαλέω
См. также в других словарях:
λαλητός — endowed with speech masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλητός — ή, ό (AM λαλητός, ή, όν) [λαλώ] νεοελλ. 1. (για γιορταστική συγκέντρωση) αυτός που συνοδεύεται από μουσικά όργανα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαλητά φωνές που δεν διακρίνονται, συζήτηση που γίνεται σε απόσταση και δεν ακούγεται καθαρά μσν. 1.… … Dictionary of Greek
λαλητόν — λαλητός endowed with speech masc acc sg λαλητός endowed with speech neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλητοί — λαλητός endowed with speech masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλητούς — λαλητός endowed with speech masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλητή — λαλητός endowed with speech fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμολάλητος — η, ο (Α κοσμολάλητος, ον) πασίγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + λάλητος (< λαλῶ), πρβλ. γλυκο λάλητος, περι λάλητος] … Dictionary of Greek
πολυλάλητος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που επαναλαμβάνεται συχνά στον λόγο αρχ. αθυρόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λαλητός (< λαλῶ), πρβλ. δημο λάλητος] … Dictionary of Greek
αλάλητος — η, ο (Α ἀλάλητος, ον) αυτός που δεν μπόρεσε να λεχθεί, ανείπωτος, ανήκουστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν μιλάει, ο άφωνος 2. αυτός που δεν λάλησε ακόμη 3. (για πτηνά ή ανθρώπους) ο μικρός κατά την ηλικία 4. (για πρόσωπα) ο άπειρος λόγω τής νεαρής… … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
ԽՕՍՈՒՆ — (սնոյ, ոց.) NBH 1 0997 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c ա.գ. λαλητός, λογικός loquendi facultate praeditus. Ունակ խօսից, բանից. բանականութեան, եւ կարողութեան խօսելոյ. բանական. բանաւոր. ... *Առեալ զհողն կաւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)