-
1 λογίατρος
λογ-ίατρος, ὁ,A a physician only in words, Gal.Libr.Propr.1, Id.15.159, al.:—hence [suff] λογ-ιατρεία, ἡ, Ph.1.526 (v.l. λογοιατρεία).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογίατρος
-
2 λογάδην
2 mostly of stones for building, εἰργάζοντο λ. φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι bringing the stones as they picked them out, Th.4.4, cf. 31, 6.66, D.H.Comp.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογάδην
-
3 λογαοιδικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογαοιδικός
-
4 λογαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογαῖος
-
5 λογεία
λογ-εία, ἡ,A collection of taxes or voluntary contributions, PHib.1.51.2 (iii B. C), PTeb.58.55 (ii B. C.), POxy.239.8 (i A. D.); collection for charity, 1 Ep.Cor.16.1, Hsch.; for religious purposes, GDI 4156 ([place name] Lindos), PSI2.262.3 (i A. D.); perquisite, PPar.5xxvii 6 (ii B. C.). -
6 λογέμπορος
λογ-έμπορος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογέμπορος
-
7 λόγευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λόγευμα
-
8 λογεύς
-
9 λογευτήριον
λογ-ευτήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογευτήριον
-
10 λογευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογευτής
-
11 λογευτικόν
λογ-ευτικόν, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογευτικόν
-
12 λογεύω
-
13 λογεῖον
λογ-εῖον, τό, (Aλογεύς 1
) prop. speaking-place: in the theatre, stage, IG11(2).161 D126 (Delos, iii B. C.), Vitr.5.7.2, Plu.Thes.16, etc.: generally, platform, Arch.Pap.2.564 (pl.), unless λογείων = λογίων.2 = στόμα, Poll.2.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογεῖον
-
14 λογία
-
15 λογίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογίδιον
-
16 λογίζομαι
Aἐλογισάμην E.Or. 555
, Th.6.31, etc.: [tense] pf.λελόγισμαι Lys.32.24
,27, D.28.12:—[voice] Pass., v. infr. 111: ([etym.] λόγος):—prop. of numerical calculation, count, reckon,οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι Hdt.2.16
;εὗρον λογιζόμενος Id.7.28
, cf. 194, etc.; in full,λ. ψήφοισι Id.2.36
; λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις ἀλλ' ἀπὸ χειρός calculate roughly, not by rule, but off-hand, Ar.V. 656: c. acc. rei, λ. τοὺς τόκους calculate the interest, Id.Nu.20; τρεῖς μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι δώδεκα spend 3 minae and set down 12, Id.Pl. 381.2 c. acc. et inf., reckon or calculate that.., λ. μύρια εἶναι [τὰ ἔτεα] Hdt. 2.145;τὰς βλάβας, ἃς ἐλογίζεθ' αὑτῷ γεγενῆσθαι D.21.176
: without acc.,Θηριππίδῃ μισθὸν ἀποδεδωκέναι λ. Id.27.20
.3 λ. τινί τι set down to one's account,οὗτος.. τὸ ἥμισυ τούτοις.. λελόγισται Lys.32.24
, cf. 27; τἀνηλωμέν'.. οὐκ ἐλογιζόμην I did not charge them.., D. 18.113: metaph.,τὰ παραπτώματα λ. τινί 2 Ep.Cor.5.19
.II without reference to numbers, take into account, calculate, consider,ταῦτα Hdt.9.53
, cf. S.Aj. 816, etc.;λ. τὰ ξυμφέροντα Th.1.76
; λ. τι πρός τινας with them, D.5.24; also λ. περί τινος calculate, form calculations about.., Hdt.2.22, X.Mem.4.3.11.2 c. acc. et inf., reckon, consider that..,τὸν ἕτερον [παῖδα] οὐκ εἶναί μοι λ. Hdt.1.38
;τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λ. εἶναι Id.2.46
; λ. ὅτι .. or ὡς .., X.HG2.4.28, 6.4.6; ἐλογιζόμην πρὸς ἐμαυτὸν.., ὅτι .. And.1.52, Pl.Ap. 21d: c. acc. et part.,Σμέρδιν μηκέτι ὑμῖν ἐόντα λογίζεσθε Hdt.3.65
: also with inf. omitted, reckon or account so and so,τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν [εἶναι], τὰ δ' ἄλλα τῆς τύχης E.Alc. 789
; πολὺν [εἶναι] τὸν κάτω χρόνον ib. 692; ; μίαν ἄμφω τούτω τὼ ἡμέρα λ. count both days as one, X.Cyr.1.2.11.3 c. inf. also, count or reckon upon doing, calculate or expect that..,ἐπισιτιεῖσθαι ἐλογίζοντο Hdt.7.176
; ;λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι X.An.2.2.13
;λελογισμένοι.. εἰσὶν.. διαζῆν E.IA 922
, cf. Or. 555 (dub. l.); τί λογίζομ'.. προσδοκῶν χάριν παρὰ γυναικὸς κομιεῖσθαι; Men.564.5 conclude by reasoning, infer that.., c. acc. et inf., Pl.Grg. 524b, X.Ages.7.3; λ. ὅτι .. Id.HG6.1.5, cf. Pl.Phd. 62e, al.6 abs.,τοὺς ἐπισταμένους λογίζεσθαι Archyt.3
; ὁ σπουδαῖος λελόγισται ἤδη has finished reasoning, Plot.3.8.6, cf. 4.4.12.III [voice] Pass., mostly [tense] aor. ἐλογίσθην and (less freq.) [tense] pf. λελόγισμαι, also in [tense] pres., part.λογιζόμενον Hdt.3.95
, freq. in later Gr., PPetr.3p.340 (iii B. C.), Ep.Rom.4.5, etc.; χρήματα εἰς ἀργύριον λογισθέντα counted or calculated in silver, X.Cyr.3.1.33;ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων Id.HG6.1.19
;οὗτος λογισμὸς λογισθείς Pl.Ti. 34b
;οὐδ' ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου Id.Phdr. 246c
; τὸ λελογισμένον, = λογισμός, E.IA 386, Luc.Nigr.Prooem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογίζομαι
-
17 λόγιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λόγιμος
-
18 λόγιον
λόγ-ιον, τό,A oracle, esp. one preserved from antiquity, Hdt. 4.178, 203, 8.60.γ, Plu.Thes.26, Lys.22: more freq. in pl., oracles, Hdt.1.64, 8.62, 141, E.Heracl. 405, Ar.Eq. 120, al., Plu.Fab.4, Marc.3: distd. fr. χρησμοί, Th.2.8 (the former being prose, the latter verse, acc. to Sch., but this distn. does not hold), cf. Plu.Pel.20, Nic.13, 2.412c.II τὸ λ. τῶν κρίσεων the oracular breastplate worn by the Jewish High-Priest, LXX Ex.28.26(30), cf. Ph.2.154; τὰ λόγια Aristeas 158. -
19 λόγιος
I versed in tales or stories (cf. λόγος v),λόγιοι καὶ ἀοιδοί Pi.P.1.94
, cf. N.6.45: hence of chroniclers (opp. poets),Περσέων οἱ λόγιοι Hdt.1.1
; Αἰγυπτίων - ώτατοι Id.2.3, cf. 4.46; so later, οἱ -ώτατοι τῶν ἀρχαίων συγγραφέων Plb.6.45.1
, cf. 38.6.1, D.S. 2.4, D.H.5.17, etc.2 generally, learned, erudite, Democr.30, etc.;λ. περὶ τὴν ὅλην φύσιν Arist.Pol. 1267b28
; ὁ λ. Ἀκεστῖνος, of a learned physician, Hld.4.7; οἱ - ώτατοι Τυρρηνῶν, of the Tuscan haruspices, Plu.Sull.7;Χαλδαίων οἱ λ. Arr.An.7.16.5
, cf. J.AJ17.6.2, etc.; λογιώτατος as title, OGI408.5 (Theb. Aeg.), POxy.902.1 (v A. D.), etc.;ὁ τῆς λ. μνήμης σχολαστικός PMasp.118.30
(vi A. D.).II skilled in words, eloquent,τὸ μεγαλοπρεπὲς ὅπερ νῦν καὶ λόγιον ὀνομάζουσιν Demetr.Eloc.38
, etc.; Arist. is said to have made Thphr. [τὸν] -ώτατον (of his disciples), Str.13.2.4;λ. ἐξ ἀφώνου γενόμενος Plu.Pomp.51
; epith. of Hermes, as the god of eloquence, Luc.Apol.2, Gall.2 ([comp] Sup.), Jul.Or.4.132a;οἱ λ. θεοί Id.Ep.80
; this sense is condemned by Phryn.176. Adv. - ίως eloquently, Plu.2.405a; ὡς ἐνῆν - ώτατα as nearly in words as possible, of the elephant, ib.968d. -
20 λογιότης
II as title, fromλόγιος 1.2
,ἡ σὴ λ. POxy.902.13
(v A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογιότης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αναδίπλωση — (Λογ.).Ρητορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο μια περίοδος ή πρόταση αρχίζει με την ίδια λέξη ή φράση, στην οποία τελειώνει η αμέσως προηγούμενή της. Το σχήμα αυτό χρησιμοποιείται κυρίως από τους τραγικούς ποιητές και από τους ρήτορες, επειδή… … Dictionary of Greek
ανταπόδοση — (Λογ.).Σχήμα λόγου όπου οι εικόνες και οι παραβολές ανταποκρίνονται ακριβώς στα πράγματα που στάθηκαν αφορμή για να χρησιμοποιηθούν οι εικόνες και οι παραβολές. Κλασικό παράδειγμα α. έχουμε στον λόγο του Αισχίνη κατά του Κτησιφώντα: «Όπως… … Dictionary of Greek
κάτεχε — (λογ.) ένας από τους τρόπους τού κατηγορικού συλλογισμού … Dictionary of Greek
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
παραγωγικός — ή, ό [παραγωγή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγωγή 2. κατάλληλος, πρόσφορος για παραγωγή, αποδοτικός (α. «παραγωγική επιχείρηση» β. «παραγωγική εργασία») 3. φρ. α) «παραγωγικές δυνάμεις» (οικον.) οι δυνάμεις που αποτελούν διαρκή… … Dictionary of Greek
Tsakonikos — The Tsakonikos or Tsakonikos khoros ( Tsakonian dance ) is a dance performed in the Peloponnese in Greece. It comes from the region, chiefly in Arcadia, known asTsakonia. It is danced in many towns villages there with little variation to the… … Wikipedia
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… … Dictionary of Greek
μερισμός — ο (ΑM μερισμός) [μερίζω] 1. μοίρασμα, μοιρασιά, διανομή 2. διχοτόμηση, χωρισμός στα δύο 3. κατανομή, καταμερισμός 4. (λογ.) φρ. «μερισμός αντίφασης» καθορισμός τών στοιχείων αντιφάσεως, διαίρεση σε αντιφατικές προτάσεις ή έννοιες νεοελλ. μσν.… … Dictionary of Greek