-
1 λογ-αοιδικός
λογ-αοιδικός, ή, όν, logaödisch, δακτυλικά, Hephaest. p. 43, u. ohne diesen Zusatz öfter bei Gramm. u. Schol., daktylische Verse, die in den trochäischen Rhythmus übergehen, z. B. vier Daktylen und zwei Trochäen zu einem Verse verbunden; der Name wird daraus erkl., daß sie gewissermaßen aus dem Dichterischen (ἀοιδή) und dem Prosaischen (λόγος) gemischt erscheinen.
-
2 λογ-έμπορος
λογ-έμπορος, ὁ, der mit Reden handelt, übh. Einer der aus dem Schreiben, der Gelehrsamkeit ein Gewerbe macht, von den Sophisten gesagt, Artemidor. 2, 75 Schol. Eur. Hipp. 966.
-
3 λογ-ίατρος
λογ-ίατρος, ὁ, Arzt in Worten, mit dem Munde, der die Arzneikunst nicht ausübt, Sp.
-
4 λογ-ώδης
λογ-ώδης, ες, = λογοειδής, Arist. de spir. 2, 6.
-
5 γλισχρ-αντι-λογ-εξ-επί-τριπτος
γλισχρ-αντι-λογ-εξ-επί-τριπτος, kom. Wort Ar. Nubb. 1004; Schol. ἐπὶ γραμματίου γλίσχρου καὶ ἀντιλογίαν ἔχοντος καὶ ἐπιτρίπτου; Wolf: wer wider den Gegner im Bettelhallunkenprocesse ficht; Voß: ein Rechtsfächlein zähabkatzbalgendes Handels.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > γλισχρ-αντι-λογ-εξ-επί-τριπτος
-
6 ἀ-λογ-ώδης
ἀ-λογ-ώδης, ες, von unvernünftiger Art, Arist. spir. 2, 6, l. d.
-
7 λογίατρος
λογ-ίατρος, ὁ,A a physician only in words, Gal.Libr.Propr.1, Id.15.159, al.:—hence [suff] λογ-ιατρεία, ἡ, Ph.1.526 (v.l. λογοιατρεία).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογίατρος
-
8 λογάδην
2 mostly of stones for building, εἰργάζοντο λ. φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι bringing the stones as they picked them out, Th.4.4, cf. 31, 6.66, D.H.Comp.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογάδην
-
9 λογαοιδικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογαοιδικός
-
10 λογαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογαῖος
-
11 λογεία
λογ-εία, ἡ,A collection of taxes or voluntary contributions, PHib.1.51.2 (iii B. C), PTeb.58.55 (ii B. C.), POxy.239.8 (i A. D.); collection for charity, 1 Ep.Cor.16.1, Hsch.; for religious purposes, GDI 4156 ([place name] Lindos), PSI2.262.3 (i A. D.); perquisite, PPar.5xxvii 6 (ii B. C.). -
12 λογέμπορος
λογ-έμπορος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογέμπορος
-
13 λόγευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λόγευμα
-
14 λογεύς
-
15 λογευτήριον
λογ-ευτήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογευτήριον
-
16 λογευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογευτής
-
17 λογευτικόν
λογ-ευτικόν, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογευτικόν
-
18 λογεύω
-
19 λογεῖον
λογ-εῖον, τό, (Aλογεύς 1
) prop. speaking-place: in the theatre, stage, IG11(2).161 D126 (Delos, iii B. C.), Vitr.5.7.2, Plu.Thes.16, etc.: generally, platform, Arch.Pap.2.564 (pl.), unless λογείων = λογίων.2 = στόμα, Poll.2.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογεῖον
-
20 λογία
См. также в других словарях:
αναδίπλωση — (Λογ.).Ρητορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο μια περίοδος ή πρόταση αρχίζει με την ίδια λέξη ή φράση, στην οποία τελειώνει η αμέσως προηγούμενή της. Το σχήμα αυτό χρησιμοποιείται κυρίως από τους τραγικούς ποιητές και από τους ρήτορες, επειδή… … Dictionary of Greek
ανταπόδοση — (Λογ.).Σχήμα λόγου όπου οι εικόνες και οι παραβολές ανταποκρίνονται ακριβώς στα πράγματα που στάθηκαν αφορμή για να χρησιμοποιηθούν οι εικόνες και οι παραβολές. Κλασικό παράδειγμα α. έχουμε στον λόγο του Αισχίνη κατά του Κτησιφώντα: «Όπως… … Dictionary of Greek
κάτεχε — (λογ.) ένας από τους τρόπους τού κατηγορικού συλλογισμού … Dictionary of Greek
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
παραγωγικός — ή, ό [παραγωγή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγωγή 2. κατάλληλος, πρόσφορος για παραγωγή, αποδοτικός (α. «παραγωγική επιχείρηση» β. «παραγωγική εργασία») 3. φρ. α) «παραγωγικές δυνάμεις» (οικον.) οι δυνάμεις που αποτελούν διαρκή… … Dictionary of Greek
Tsakonikos — The Tsakonikos or Tsakonikos khoros ( Tsakonian dance ) is a dance performed in the Peloponnese in Greece. It comes from the region, chiefly in Arcadia, known asTsakonia. It is danced in many towns villages there with little variation to the… … Wikipedia
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… … Dictionary of Greek
μερισμός — ο (ΑM μερισμός) [μερίζω] 1. μοίρασμα, μοιρασιά, διανομή 2. διχοτόμηση, χωρισμός στα δύο 3. κατανομή, καταμερισμός 4. (λογ.) φρ. «μερισμός αντίφασης» καθορισμός τών στοιχείων αντιφάσεως, διαίρεση σε αντιφατικές προτάσεις ή έννοιες νεοελλ. μσν.… … Dictionary of Greek