Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λόγχας

См. также в других словарях:

  • λόγχας — λόγχᾱς , λόγχη spear head fem acc pl λόγχᾱς , λόγχη spear head fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Галльский язык — Страны: Галлия Вымер: VI век …   Википедия

  • BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LANCEA — an quod aequâ, lance, i. e. aequaliamento, ponderata vibretur, an ex Graeco λογγη? Aetoli, Marte geniti, inventum dicitur Plin. l. 7. c. 56. Sagittas Persen Persei fil. invenisse dicunt: lanceas Aetolos iaculum cum amento, Aetolum, Martis fil.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δικρατής — δικρατής, ές (Α) φρ. 1. «δικρατεῑς Ἀτρεῑδαι» οι δύο ηγεμόνες, οι δύο Ατρείδες που ασκούν την εξουσία 2. (για τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη) «δικρατεῑς λόγχας στήσαντε» αφού ύψωσαν λόγχες με τις οποίες σκότωσε ο ένας τον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι… …   Dictionary of Greek

  • εαυτού — ής, oύ (AM ἑαυτοῡ, ῆς, οῡ Α και αὑτοῡ, ῆς, οῡ) αυτοπαθής αντωνυμία γ προσώπου (α. «ἔρριπτον εἰς ὕδωρ σφᾱς αὐτούς» έπεφταν στο νερό β. «αὐτὸ ἐφ ἑαυτό» μόνο του, άσχετα από άλλα γ. «αὐτὸ καθ ἑαυτό» αυτό εξεταζόμενο μόνο του αποκλειστικά) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ιππότης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους ηγεμόνες της δεύτερης εισβολής των Ηρακλειδών, γιος του Φίλαντα και δισέγγονος του Ηρακλή. Σκότωσε στη Ναύπακτο τη μάντισσα Κάρνο και με υπόδειξη του Απόλλωνα καταδικάστηκε σε εξορία. Τον θεωρούσαν… …   Dictionary of Greek

  • κνώδων — κνώδων, οντος, ὁ (Α) 1. (κυρίως στον πληθ.) οί κνώδοντες καθεμιά από τις δύο οδοντοειδείς προεξοχές τής αιχμής τού δόρατος («τὰ δὲ προβόλια, πρῶτον μὲν λόγχας ἔχοντα, κατά δὲ μέσον τὸν καυλὸν κνώδοντας», Ξεν.) 2. το ξίφος («πῶς σ ἀποσπάσω πικροῦ… …   Dictionary of Greek

  • λαγκία — λαγκία, ἡ (AM) μσν. 1. λόγχη 2. χτύπημα με λόγχη αρχ. ως επίθ. (για λόγχη) πλατιά («προβάλλονται δὲ λόγχας, ἅς ἐκεῑνοι λαγκίας, πηχυαίας τῷ μήκει τοῡ σιδήρου, καὶ ἔτι μείζω τὰ ἐπιθήματα ἐχούσας», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lancea «λόγχη»] …   Dictionary of Greek

  • λαμπρύνω — (AM λαμπρύνω) [λαμπρός] 1. κάνω κάτι λαμπρό, φωτεινό, εξωραΐζω, ομορφαίνω 2. προσδίδω σε κάτι αξία δόξα, αίγλη, μεγαλείο μσν. 1. φωτίζω, καθοδηγώ 2. γίνομαι λαμπρός, φωτεινός αρχ. 1. μέσ. λαμπρύνομαι κάνω κάτι να γυαλίζει («ἠκονῶντο καὶ λόγχας… …   Dictionary of Greek

  • λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»