Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λοχεύτρια

См. также в других словарях:

  • λοχεύτρια — λοχεύτρια, ἡ (ΑM [λοχεύω] η λεχώνα αρχ. 1. η μαία, η μαμμή 2. μτφ. (για την ποίηση) η μητέρα, η δημιουργός («ἡ τοῡ ψεύδους λοχεύτρια ποίησις», λεξ. Σούδα) …   Dictionary of Greek

  • λοχευτρία — λοχευτρίᾱ , λοχεύτρια woman in childbed fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχεύτρια — woman in childbed fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχευτρίας — λοχευτρίᾱς , λοχεύτρια woman in childbed fem acc pl λοχευτρίᾱς , λοχεύτρια woman in childbed fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχεύτριαν — λοχεύτρια woman in childbed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»