Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κοινό-λεκτρος

См. также в других словарях:

  • μακρόλεκτρος — μακρόλεκτρος, ον (Μ) αυτός που παραμένει ή αυτός που συμβαίνει για πολύ χρόνο στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + λεκτρος (< λέκτρον «κρεβάτι»), πρβλ. αινό λεκτρος, κοινό λεκτρος] …   Dictionary of Greek

  • πεντάλεκτρος — ον, Α αυτός που έχει παντρευτεί πέντε φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + λέκτρον «κρεβάτι, συζυγικό κρεβάτι, γάμος» (πρβλ. κοινό λεκτρος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»