Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

λουτρο-φόρος

См. также в других словарях:

  • λουτροφόρος — Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Έφερε στοιχεία αμφορέα ή υδρίας, αν και ξεχώριζε για τις λεπτές αναλογίες του σώματος και τον επιμήκη λαιμό του. Το χρησιμοποιούσαν είτε για το γαμήλιο λουτρό είτε ως επιτύμβιο σήμα σε τάφους ανύπαντρων, με… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ψυχροφόρος — ον, Α 1. αυτός που φέρει ή περιέχει κρύο νερό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψυχροφόρον ψυχρό λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»