-
1 λουτρο-φόρος
λουτρο-φόρος, Wasser zum Waschen oder Baden tragend, bringend, παῖς, B. A. 226, in Athen der Knabe, der am Hochzeitstage dem Bräutigam das Wasser aus der Quelle Kallirrhoe brachte; dah. ἀνυμέναια δ' Ἰσμηνὸς ἐκηδεύϑη λουτροφόρου χλιδᾶς, ohne die hochzeitliche Festlichkeit, Eur. Phoen. 350; vgl. Poll. 3, 43. – Auch auf dem Grabe der unvermählt Gestorbenen stand παῖς ὑδρίαν λ. ἔχων, B. A. a. a. O., od. ἡ λουτροφόρος, sc. ὑδρία, ein schwarzer Wasserkrug, auch λίβυς genannt, Dem. 44, 18. 30; Poll. 8, 66.
-
2 λουτροφόρος
λουτρο-φόρος, Wasser zum Waschen oder Baden tragend, bringend, in Athen der Knabe, der am Hochzeitstage dem Bräutigam das Wasser aus der Quelle Kallirrhoe brachte; dah. ἀνυμέναια δ' Ἰσμηνὸς ἐκηδεύϑη λουτροφόρου χλιδᾶς, ohne die hochzeitliche Festlichkeit. Auch auf dem Grabe der unvermählt Gestorbenen stand παῖς ὑδρίαν λ. ἔχων od. ἡ λουτροφόρος, sc. ὑδρία, ein schwarzer Wasserkrug, auch λίβυς genannt
См. также в других словарях:
λουτροφόρος — Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Έφερε στοιχεία αμφορέα ή υδρίας, αν και ξεχώριζε για τις λεπτές αναλογίες του σώματος και τον επιμήκη λαιμό του. Το χρησιμοποιούσαν είτε για το γαμήλιο λουτρό είτε ως επιτύμβιο σήμα σε τάφους ανύπαντρων, με… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ψυχροφόρος — ον, Α 1. αυτός που φέρει ή περιέχει κρύο νερό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψυχροφόρον ψυχρό λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + φόρος*] … Dictionary of Greek