-
1 λιμνοφυης
См. также в других словарях:
νειλοφυής — νειλοφυής, ές (Μ) (για φυτά) αυτός που φυτρώνει κοντά στον Νείλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. ηλιο φυής, λιμνο φυής)] … Dictionary of Greek
πετροφυής — ές, ΝΜΑ (για φυτά) αυτός που φύεται πάνω σε πέτρα, ο προσκολλημένος σε πέτρα αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ πετροφυής το φυτό αείζωον το λευκόφυλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + φυής (< φύω/ φύομαι), πρβλ. λιμνο φυής] … Dictionary of Greek