Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

λιμνοφυής

См. также в других словарях:

  • λιμνοφυής — ές (Α λιμνοφυής, ές) αυτός που φυτρώνει μέσα σε λίμνη ή σε όχθη λίμνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + φυής (< φυή [ἡ] ή φύος [τὸ] < φύομαι), πρβλ. ιδιο φυής, τριχο φυής] …   Dictionary of Greek

  • λιμνοφυῆ — λιμνοφυής marsh born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λιμνοφυής marsh born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λιμνοφυής marsh born masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»