-
1 λιμνοφυης
-
2 λιμνοφυής
ης, ες озёрный (о растениях)
См. также в других словарях:
λιμνοφυής — ές (Α λιμνοφυής, ές) αυτός που φυτρώνει μέσα σε λίμνη ή σε όχθη λίμνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + φυής (< φυή [ἡ] ή φύος [τὸ] < φύομαι), πρβλ. ιδιο φυής, τριχο φυής] … Dictionary of Greek
λιμνοφυῆ — λιμνοφυής marsh born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λιμνοφυής marsh born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λιμνοφυής marsh born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… … Dictionary of Greek