-
1 λεπτά
-
2 λεπτᾷ
-
3 λεπτά
λεπτόνneut nom /voc /acc plλεπτόςpeeled: neut nom /voc /acc plλεπτά̱, λεπτόςpeeled: fem nom /voc /acc dualλεπτά̱, λεπτόςpeeled: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 λεπτὰ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λεπτὰ
-
5 Τα λεπτά και η ψώρα δεν κρύβονται
– Δεν κρύβεται η βελόνα στο σακί– Τα λεπτά και η ψώρα δεν κρύβονται• Шила в мешке не утаишьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————• Шила в мешке не утаишьИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα λεπτά και η ψώρα δεν κρύβονται
-
6 λέπτ'
λεπτά, λεπτόνneut nom /voc /acc plλεπτά, λεπτόςpeeled: neut nom /voc /acc plλεπτά̱, λεπτόςpeeled: fem nom /voc /acc dualλεπτά̱, λεπτόςpeeled: fem nom /voc sg (doric aeolic)λεπτέ, λεπτόςpeeled: masc voc sgλεπταί, λεπτόςpeeled: fem nom /voc pl -
7 λεπτάν
λεπτά̱ν, λεπτόςpeeled: fem acc sg (doric aeolic) -
8 λεπτάς
λεπτά̱ς, λεπτόςpeeled: fem acc pl -
9 λεπτός
2 fine, small,κονίη 23.506
; ; ;λεπτοῖς ἁλσί Alex.187.5
: freq. in Hp.,διατρήσεις λ. Loc.Hom.10
, al.; of soil, light, Thphr.HP1.8.1.3 thin, fine, delicate, freq. in Hom., mostly of garments and the like ,ὀθόναι Il.18.595
; πέπλοι, φᾶρος, Od.7.97, 10.544;ἀράχνια 8.280
;μήρινθος Il.23.854
; -ότατος χαλκός 20.275
;ἔβενος, ἐλέφας, σίδηρος BCH35.286
(Delos, ii B.C.);ῥινὸς βοός Il.20.276
([comp] Sup.); ([comp] Sup.); ([comp] Comp.); ;χαλκὸς καὶ δόνακες Pi.P.12.25
, cf. E.Med. 949, Th. 2.49, etc.; λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν, of ships, to have the bows thin and weak, Id.7.36.4 of the human figure, mostly in bad sense, thin, lean, Alc.39; opp. παχύς, Hp.Art.8 ([comp] Comp.);ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής Ar. Ec. 539
;σοφιστῶν λεπτῶν, ἀσίτων Antiph.122.4
;λ. καὶ αὐχμῶν Thphr. Char.26.5
, cf. Ceb.10;λ. χείρ Hes.Op. 497
; (anap.);τράχηλος X.Cyn.5.30
;λεπτὸς <ἐκ> τοῖν σκελοῖν Luc.Nav.2
;λ. ὑπὸ μεριμνῶν Pl.Amat. 134b
; of animals, X.Cyr.1.4.11; also, slender, taper (opp. παχύς), δάκτυλος Pl.R. 523d
; ἀπολήγειν εἰς λεπτόν, of the fingers of a statue, Luc.Im.6.5 of space, strait, narrow,εἰσίθμη Od.6.264
;ἀταρπός Alcm.81
; ἐπὶ λεπτὸν τετάχθαι in a thin line, X. Cyr.5.4.46, cf. Plb.3.115.6;οὔτε εὐρεῖαν οὔτε λεπτὴν.. ὁδόν Plu.2.964c
(ap.Porph.Abst.1.6).6 generally, small, weak, impotent,λεπτὴ μῆτις Il.10.226
, 23.590; , cf.ὀχέω 11.3
;ἀσφάλεια D.Ep.2.20
; λ. ἴχνη faint traces, X.Cyn.5.5; λ. οὖας, of a child's ear, tiny, Simon.37.14; τὰ λ. τῶν προβάτων small cattle, i.e. sheep and goats, Hdt.8.137; λ. πλοῖα small craft, Id.7.36; ἄκραι λ. small headlands, Id.8.107;λ. κλιμάκια Ar. Pax69
;τὸ -ότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plu.Cic.29
;λ. χαλκός OGI485.12
(Magn. Mae.): without χαλκός, Inscr.Perg. 374 D7;ἀργύριον Ῥόδιον λ. CIG2693e5
([place name] Mylasa), cf. TAM2(1).15 ([place name] Telmessus); v. infr. 111.2. Adv. -τῶς, ζῆν poorly, meanly, Men.Mon. 682: neut. pl. as Adv.,λεπτὰ λεύσσω κόραις E.Or. 224
.7 light, slight,λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος.. ῥιπαῖσι A. Ag. 892
; λ. πνοαί light breezes, E.IA 813; λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν on slight turns of fortune, S.Fr. 555.8 of size or quantity, λ. πυρίδια small, Ar.Lys. 1206;λ. κύλικες Pherecr.143.5
(but f.l.): neut. pl. as Adv., λ. τῖλαι 'pluck into small pieces', Theoc.3.21.9 of liquids, thin,γάλα Hp.Vict.2.46
;λεπτὰ ἀνεμέειν Id.Coac. 310
; λ. οἶνος light wine, Luc.Merc.Cond.18; also of food,λ. δίαιται Hp.Aph.1.4
;λ. ὀψάρια OGI484.16
(Pergam.). Adv. -τῶς, διαιτᾶσθαι, διαιτᾶν, Gal. 19.191, Paul.Aeg.3.43.10 = λεπτομερής, consisting of fine parts,ὅσῳ -ότερον ἀὴρ ὕδατος Arist.Ph. 215b4
, cf. Cael. 303b26, al.II metaph., subtle, refined, ; - ότεροι μῦθοι ib. 1082 (anap.); -ότατοι λῆροι Ar.Nu. 359
;πυκνῇ.. λεπτὰ μηχανᾷ φρενί Id.Ach. 445
;λ. λογιστά Id.Av. 318
;λ. καὶ ἀκριβής Antipho 3.4.2
;ἐς τὰς τέχνας παχέες, οὐ λεπτοί Hp.
Aër.24;λόγοι λ... τρέφουσ' ἐκείνους Alex.220.8
; cf. λεπτολόγος. Adv. -τῶς, μεριμνᾶν Lyr.Adesp.135
;λ. καὶ πυκνῶς ἐξετάζειν Amphis 33.5
: [comp] Comp. - οτέρως Anaxandr.36: also in detail,PPetr.
2p.118 (iii B.C.), Cic.Att.2.18.2, Phryn. PS p.83 B., Phot. s.v. νιφετός; cf. κατάλεπτον, καταλεπτολογέω: τὰ κατὰ λεπτόν, title of poems by Aratus, Ach.Tat.Intr.Arat.p.79 M., Str.10.5.3; also of minor poems of Virgil; τῶν κατὰ λεπτὸν πόρων ἀραίωσις, perh. small pores, Gal.15.201.2 rarely of the voice, fine, delicate, Arist.HA 545a7, Lyc.687;ἁρμονία E.Fr.773.23
(lyr.): neut. as Adv.,λεπτὸν ἀμφιτιττυβίζειν Ar.Av. 235
(lyr.); of sound,λ. ὑποτρύζουσα AP11.352.5
(Agath.); cf. λεπταλέος.3 of smell, Pl.Ti. 66e ([comp] Comp.).4 of persons, οἱ λ. the poor, Plb.24.7.3; λεπτὴν πλέκειν, prov. of poor people, Hsch.;λεπτὰ ξαίνεις Suid.
3 (sc. κεράμιον) jar, POxy.920.4 (ii/iii A.D.), PStrassb.40.48 (vi A.D.); cf. λεπτίον, λεπτοκεραμεύς. -
10 λεπτον
Iτό (sc. μέρος)1) 60-я часть градуса, минута Sext.2) тонкая часть3) тонкая линияἐπὴ λ. τετάχθαι Xen. — быть выстроенным в узкую линию ( о боевом порядке)
4) мелкая породаτὰ λεπτὰ τῶν προβάτων Her. — мелкий скот
5) тонкость, детальκατὰ λ. Cic. — обстоятельно
6) лепта, мелкая монета(χήρα πτωχέ ἔβαλε λεπτὰ δύο, ὅ ἐστι κοδράντης NT.)
IIadv. высоким голосом, тонко, нежно(ἀμφιτιττυβίζειν Arph.)
-
11 минута
мину́т||аж в разн. знач. τό λεπτό, ἡ στιγμή:десять мину́т пятого τέσσαρες καί δέκα (λεπτά)· без двадцати́ мину́т восемь ὁχτώ παρά είκοσι· через пять I мину́т я ухожу́ μετά πέντε λεπτά φεύγω· через пять мину́т будь готов σέ πέντε λεπτά νά είσαι ἔτοιμος· в данную \минутау αὐτή τή στιγμή· в последнюю \минутау τήν τελευταία στιγμή· \минута в \минутау ἀκριβῶς στήν ῶρα· с \минутаы на \минутау ἀπό στιγμή σέ στιγμή· в одну́ \минутау μέσα σ· ἕνα λεπτό, σέ μιά στιγμή· подождите одну́ \минутау περιμένετε μιά στιγμή· сию \минутау ἀμέσως, μιά στιγμή· каждую \минутау κάθε λεπτό· с той \минутаы ἀπό ἐκείνη τή στιγμή, ἀπό τότε· в свободную \минутау σ'ἐλεύθερη ὠρα, ὀταν θά ἔχω καιρό· у меня нет ни одной свободной \минутаы δέν ἔχω ἐλεύθερη ὁὔτε μιά στιγμή. -
12 πρόβατον
πρόβατον, τό, gew. im plur. τὰ πρόβατα, bezeichnet meistens das Schaf, eigtl. aber und ursprünglich alle vierfüßigen Thiere, weil sie vor den ihnen mit Menschen und Vögeln gemeinsamen Hinterbeinen noch Vorderbeine haben; Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 124 ἡ διπλῆ, ὅτι πρόβατα πἀντα τὰ τετράποδα διὰ τὸ ἑτέραν βάσιν ἔχειν πρὸ τῆς ὀπισϑίας, καϑὼς καὶ Ἡσίοδός φησι (Op. 558), »χαλεπὸς προβάτοις, χαλεπὸς δ' ἀνϑρώποις«; bes. die zahmen. vierfüßigen Thiere, Hausthiere, Vieh, Viehherde; bei Hom. erscheint das Wort nur zweimal: Iliad. 14, 124 πολλὰ δέ οἱ πρόβατ' ἔσκε, 23, 550 wird als Besitz des Reichen aufgeführt χρυσὸς πολύς, χαλκὸς καὶ πρόβατα, δμωαὶ καὶ μώνυχες ἵπποι; von hierhergehörigen stammverwandten Wörtern erscheint bei Hom. nur eins, einmal, Odyss. 2, 75 ὑμέας ἐσϑέμεναι κειμήλιά τε πρόβασίν τε, die Kleinodien und die Heerden; Schafe heißen bei Hom. ὄιες. Bei Hesiod. findet sich das Wort πρόβατον außer der schon erwähnten Stelle nicht. Hom. h. Mercur. 571 πᾶσι δ' ἐπὶ προβάτοισιν ἀνάσσειν Ἑρμῆν ist unklar. Aristoph. Byz. bei Eustath. Iliad. 11, 678 p. 877, 49 bezeugt, daß Pindar die Stuten des Diomedes πρόβατα genannt habe, auch den Pegasus ein πρόβατον, Simonides aber habe einen Stier πρόβατον genannt, Bergk Poet. Lyr. Gr. ed. 2 Pindar. fragm. 312. 313, Simonid. Cei frgm. 247. Herodot nennt πρόβατα alle vierfüßigen Thiere, 1, 203, alles vierfüßige Schlachtvieh, 1, 188. 207. 6, 56, alle vierfüßigen Hausthiere, 7, 171; ϑύουσι δὲ καὶ τἆλλα πρόβατα καὶ ἵππ ους μάλιστα, 4, 61; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, entgegengesetzt ἵπποι und βόες, 8, 137; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, entgegengesetzt βοῦς, ἵππος, κάμηλος, ὄνος, 1, 133, τὰς βοῠς τὰς ϑηλέας προβάτων πάντων μάλιστα μακρῷ, 2, 41. Eben so hat Hippocrat. das Wort πρόβατον gebraucht. – Bei den Attikern sind πρόβατα gew. Schafe; Plat. vrbdt οἷον βοῦς καὶ πρόβατα Euthyd. 302 a, ποίμνια καὶ πρόβατα Legg. III, 694 e; οὐδὲ πρόβατα οὐδὲ ποιμένα γιγνώσκεις, Rep. I, 343 a; Xen. vrbdt ἀγέλας, καὶ βοῦς καὶ ἵππους, καὶ ἄλλα πρόβατα πολλά, Cyr. 7, 3, 7; Eupol. nannte προβατικὸν χορὸν τὸν ἐξ αἰγῶν, Scholl. Iliad. 16, 353; sprichw. τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων φασὶ δεῖν κατακόπτειν, Dem. 25, 40; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσϑαι τὴν ἔπαυλιν, Pol. 5, 35, 13; vgl. Plut. Cleom. 33, προβάτου σωφρονέστερον παρέξω, Luc. as. 33. Auch wie bei uns »Schaf« als Schimpfwort = dummer Mensch, Aristoph. Nub. 1203, vgl. Vesp. 32. – Bei Opp. Hal. 1, 146 ein Seefisch; vgl. Ael. N. A. 9, 38.
-
13 опоздать
опоздать, опаздывать αργώ, καθυστερώ· я \опоздатьл на пять минут άργησα πέντε λεπτά· я не \опоздатьл δεν άργησα· я \опоздатьл на поезд δεν πρόλαβα το τρένο; не опаздывай μην αργήσεις* * *= опаздыватьαργώ, καθυστερώя опозда́л на пять мину́т — άργησα πέντε λεπτά
я не опозда́л — δεν άργησα
я опозда́л на по́езд — δεν πρόλαβα το τρένο
не опа́здывай — μην αργήσεις
-
14 остаться
остаться β рази. знач. μένω; \остаться дома μένω σπίτι· до отхода поезда осталось десять минут μένουν δέκα λεπτά για να φύγει το τρένο; \остаться в живых επιζώ; σώζομαι* * *в разн. знач.оста́ться до́ма — μένω σπίτι
до отхо́да по́езда оста́лось де́сять мину́т — μένουν δέκα λεπτά για να φύγει το τρένο
оста́ться в живы́х — επιζώ; σώζομαι
-
15 тонкий
тонк||ийприл1. λεπτός, ψιλός/ λιγνός, ἰσχνός, ἀδύνατος (в противоп. толстому):\тонкийое сукно́ τό λεπτό ὕφασμα· \тонкий слой τό λεπτό στρώμα· \тонкийие па́льцы τά λεπτά δάκτυλα· \тонкийие но́ги τά λεπτοκαμω-μένα πόδια· \тонкий голос ἡ ψιλή φωνή· \тонкийие различия οἱ λεπτές διαφορές·2. (утонченный, изысканный) λεπτός, ἐκλεκτός:\тонкий слух ἡ λεπτή ἀκοή· \тонкий юмор τό λεπτό χιοῦμορ· \тонкий-ие вина τά ἐκλεκτά κρασιά· \тонкий запах ἡ λεπτή μυρουδιά· \тонкийие духи́ τό ἐκλεκτό ἄρωμα· \тонкийие черты лица τά λεπτά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· \тонкийая работа ἡ λεπτή δουλειά·3. перен (хорошо разбирающийся в чем-л.) διορατικός, ἀγχίνους, ὁξυδερκής:\тонкий кри́тик ὁ ὁξυδερκής κριτικός· \тонкий знаток ὁ βαθύς γνώστης· \тонкий ум τό λεπτό μυαλό, τό διαυγές πνεῦμα·4. (хитрый, ловкий) πονηρός:\тонкийая лесть μαλαγανιά, ◊ \тонкийая кишка анат. τό λεπτό ἔντερο· \тонкий намек ὁ λεπτός ὑπαινιγμός· \тонкийая шту́чка разг ὁ κατεργάρης. -
16 тонко
тонконареч1. λεπτά, ψιλα:\тонко очиненный карандаш τό καλοξυσμένο μολύβι· \тонко нарезанный ψιλοκομμένος· \тонко смолотый ψιλοκοπανισμένος·2. перен (утонченно) λεπτά, Εντεχνα, ἐπιδέξια:\тонко разбираться в чем-л. εἶμαι Εμπειρος (или βαθύς γνώστης) σέ κάτι. -
17 сыпать
-плю, -плешь, προστκ. сыпьρ.σ.1. (για κοκκία, τρίμματα, ψιχεία, λεπτά τεμάχια)• ρίχνω•сыпать соль в суп ρίχνω αλάτι στη σούπα•
сыпать пшеницу в мешок ρίχνω σιτάρι στο τσουβάλι•
сыпать песок ρίχνω άμμο•
сыпать пулями ρίχνω βροχή τις σφαίρες•
сыпать вопросами (μτφ.) βομβαρδίζω με ερωτήσεις•
сыпать цифрами βομβαρδίζω με αριθμούς.
2. τινάζω, αφήνω να πέσει. || επιπάσσω, πασπαλίζω. || μτφ. μιλώ ακατάπαυστα, κοπανίζω, ψάλλω.3. προστκ. «сыпь» εμπρός, άρχισε.εκφρ.сыпать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα.1. ρίχνομαι, χύνομαι, πέφτω κατά λεπτά τεμάχια• τρίβομαι•штукатура -плется ο σοβάς πέφτει•
оскольки снарядов -лись вокруг меня τα θραύσματα των βλημάτων έπεφταν γύρω μου.
2. πετιέμαι, βγαίνω•искры -лись из-под подков σπίθες πετιούνταν από τα πέταλα.
3. πέφτω•снег -плется χιόνι πέφτει•
снаряды -лись τα βλήματα έπεφταν βροχή•
удары -плются τα χτυπήματα πέφτουν βροχή.
4. (αντ)ηχώ, ακούομαι από παντού.5. (για νψασμα) ξεφτίζω, πέφτω. -
18 тереть
тру, тршь, παρλθ. χρ. трл-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тртый, βρ: трт-а, -оρ.δ.μ.1. τρίβω• μαλάσσω•тереть глаза τρίβω τα μάτια•
тереть спинку мочалкой τρίβω τη ράχη με το σφουγγάρι,
2. μετατρέπω σε λεπτά τεμάχια•тереть сыр τρίβω κεφαλοτϋρι•
тереть морковь τρίβω καρότο.
|| χτυπώ, προξενώ πόνο•сапог трёт η μπότα με χτυπά.
1. τρίβομαι, μαλάσσομαι•тереть полотенцем τρίβομαι με την πετσέτα•
тереть мазью τρίβομαι με την αλοιφή.
2. ξύνομαι•лошадь тртся о дерево το άλογο ξύνεται στο δέντρο.
3. στριφογυρίζω, συχνάζω, βρίσκομαι.4. τρίβομαι (σε λεπτά τεμάχια). -
19 тонколистовой
επ.λεπτών φύλλων σε λεπτά φύλλα•тонколистовой сталь ατσάλι σε λεπτά φύλλα.
-
20 κατακνίζω
2 metaph., pick to pieces,λόγους Isoc.12.17
;τὰ τοῦ Ὁμήρου κ. λεπτά Luc. Hes.5
.II scratch, irritate, stimulate the scalp, Asclep. ap. Gal. 12.420:—[voice] Pass., v.l. in Dsc.2.123; to be prurient,ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι Ar.Pl. 973
.3 scarify, let blood from, - κνίσω (prob. for - κνήσω)σου τὸν πόδα Luc.Ocyp.91
:—[voice] Pass.,- κνισθεὶς τὸ σκέλος Orib.7.20.8
(= Gal.19.524, where - κνήσας).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακνίζω
См. также в других словарях:
λεπτά — λεπτόν neut nom/voc/acc pl λεπτός peeled neut nom/voc/acc pl λεπτά̱ , λεπτός peeled fem nom/voc/acc dual λεπτά̱ , λεπτός peeled fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτᾷ — λεπτός peeled fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά. — См. Бог долго ждет, да больно бьет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λέπτ' — λεπτά , λεπτόν neut nom/voc/acc pl λεπτά , λεπτός peeled neut nom/voc/acc pl λεπτά̱ , λεπτός peeled fem nom/voc/acc dual λεπτά̱ , λεπτός peeled fem nom/voc sg (doric aeolic) λεπτέ , λεπτός peeled masc voc sg λεπταί , λεπτός peeled fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγνητικά ελάσματα — Λεπτά ελάσματα σιδήρου με προσθήκη πυριτίου (έως 4%), που έχουν υψηλή διαπερατότητα και ηλεκτρική αγωγιμότητα ανώτερη από τα κοινά ελάσματα σιδήρου και συνεπώς, όταν τα διαπερνά υψηλής τιμής μαγνητική ροή (ισχυρό πεδίο), παρουσιάζουν χαμηλότερες… … Dictionary of Greek
σπίρτα — Λεπτά μακρόστενα κομμάτια ξύλου ή σκληρού χαρτιού, με κεφαλή από εύφλεκτη χημική ουσία στο ένα άκρο τους, που προκαλεί εύκολα φλόγα με την τριβή. Το πρώτο σπίρτο στο σημερινό του σχήμα επινοήθηκε το 1817 από τον Άγγλο φαρμακοποιό Τζον Ουόκερ. Για … Dictionary of Greek
λεπτάν — λεπτά̱ν , λεπτός peeled fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτάς — λεπτά̱ς , λεπτός peeled fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pièces de monnaie grecques — Les pièces de monnaie grecques sont une des représentations physiques, avec les billets de banque, de la monnaie de la Grèce. Sommaire 1 L unité monétaire grecque 1.1 Orthographe grecque de la monnaie 2 Les pièces de monnaie de Grè … Wikipédia en Français
Pièces de monnaies grecques — Pièces de monnaie grecques Les pièces de monnaie grecques sont une des représentations physiques, avec les billets de banque, de la monnaie de la Grèce. Sommaire 1 L unité monétaire grecque 1.1 Orthographe grecque de la monnaie 2 Les pi … Wikipédia en Français
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek