-
1 λεπταλεος
-
2 λεπταλέος
λεπταλέος, poet. = λεπτός; φωνή, Il. 18, 571, seine Stimme, wonach Callim. Dian. 243 sagt ὑπήεισαν δὲ λεπταλέοι σύριγγες; so ἰωή, Ap. Rh. 3, 709; auch sonst bei sp. D., χιτών, Ap. Rh. 3, 815, vgl. 4, 169; στήμονες, Antp. Sid. 22 (VI, 174); δόνακες, Paul. Sil. 52 (VI, 66); λόγοι, Agath. 85 (VII, 204); auch von Menschen, Man. 5, 165.
-
3 λεπταλέος
λεπταλέοςfine: masc nom sg -
4 λεπταλέος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λεπταλέος
-
5 λεπταλέος
A fine, delicate,φωνή Il.18.571
;ὑπήεισαν.. λεπταλέον σύριγγες Call.Dian. 243
; also λ. φᾶρος, ἑανόν, A.R.2.31, 4.169; πόδες (of Hephaestus) Nonn.D.9.230; ἠήρ, λύγοι, etc., AP10.75 (Pall.), 7.204 (Agath.), etc.: metaph.,μοῦσα Call.Aet.Oxy.2079.24
; feeble,λεπταλέοι θυμοῖσι Man.1.165
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπταλέος
-
6 λεπταλέα
λεπταλέοςfine: neut nom /voc /acc plλεπταλέᾱ, λεπταλέοςfine: fem nom /voc /acc dualλεπταλέᾱ, λεπταλέοςfine: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 λεπταλέαις
λεπταλέοςfine: fem dat plλεπταλέᾱͅς, λεπταλέοςfine: fem dat pl (attic) -
8 λεπταλέη
λεπταλέοςfine: fem nom /voc sg (epic ionic)——————λεπταλέοςfine: fem dat sg (epic ionic) -
9 λεπταλέον
λεπταλέοςfine: masc acc sgλεπταλέοςfine: neut nom /voc /acc sg -
10 λεπταλέην
λεπταλέοςfine: fem acc sg (epic ionic) -
11 λεπταλέης
λεπταλέοςfine: fem gen sg (epic ionic) -
12 λεπταλέοι
λεπταλέοςfine: masc nom /voc pl -
13 λεπταλέοιο
λεπταλέοςfine: masc /neut gen sg (epic) -
14 λεπταλέοις
λεπταλέοςfine: masc /neut dat pl -
15 λεπταλέοισι
λεπταλέοςfine: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
16 λεπταλέοισιν
λεπταλέοςfine: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
17 λεπταλέου
λεπταλέοςfine: masc /neut gen sg -
18 λεπταλέους
λεπταλέοςfine: masc acc pl -
19 λεπταλέων
λεπταλέοςfine: masc /neut gen pl -
20 λεπτακινος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λεπταλέος — λεπταλέος, α, ον (Α) 1. λεπτός, αβρός, τρυφερός («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.) 2. ασθενής, αδύνατος («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
λεπταλέος — fine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπταλέα — λεπταλέος fine neut nom/voc/acc pl λεπταλέᾱ , λεπταλέος fine fem nom/voc/acc dual λεπταλέᾱ , λεπταλέος fine fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπταλέαις — λεπταλέος fine fem dat pl λεπταλέᾱͅς , λεπταλέος fine fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπταλέον — λεπταλέος fine masc acc sg λεπταλέος fine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπταλέη — λεπταλέος fine fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπταλέην — λεπταλέος fine fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπταλέης — λεπταλέος fine fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπταλέοι — λεπταλέος fine masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπταλέοιο — λεπταλέος fine masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπταλέοις — λεπταλέος fine masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)