Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λεπταλέος

См. также в других словарях:

  • λεπταλέος — λεπταλέος, α, ον (Α) 1. λεπτός, αβρός, τρυφερός («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.) 2. ασθενής, αδύνατος («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειν αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • λεπταλέος — fine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπταλέα — λεπταλέος fine neut nom/voc/acc pl λεπταλέᾱ , λεπταλέος fine fem nom/voc/acc dual λεπταλέᾱ , λεπταλέος fine fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπταλέαις — λεπταλέος fine fem dat pl λεπταλέᾱͅς , λεπταλέος fine fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπταλέον — λεπταλέος fine masc acc sg λεπταλέος fine neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπταλέη — λεπταλέος fine fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπταλέην — λεπταλέος fine fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπταλέης — λεπταλέος fine fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπταλέοι — λεπταλέος fine masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπταλέοιο — λεπταλέος fine masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπταλέοις — λεπταλέος fine masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»