Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λεοντο-πόδιον

См. также в других словарях:

  • κλινοπόδιο — το (Α κλινοπόδιον) νεοελλ. γένος δικοτυλήδονων φυτών με ρόδινα ή πορφυρόχρωμα άνθη αρχ. αρωματικό φυτό που τα φύλλα του μοιάζουν με τα πόδια κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πόδιον (< πόδιον < πούς, ποδός), πρβλ. κυνο πόδιον, λεοντο πόδιον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»