Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λειμωνίᾳ

См. также в других словарях:

  • λειμωνία — λειμωνίᾱ , λειμώνιος of a meadow fem nom/voc/acc dual λειμωνίᾱ , λειμώνιος of a meadow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμωνίᾳ — λειμωνίᾱͅ , λειμώνιος of a meadow fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμωνιά — λειμωνιάς meadow fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμώνια — λειμώνιον Statice limonium neut nom/voc/acc pl λειμώνιος of a meadow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμωνίας — λειμωνίᾱς , λειμώνιος of a meadow fem acc pl λειμωνίᾱς , λειμώνιος of a meadow fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμώνι' — λειμώνια , λειμώνιον Statice limonium neut nom/voc/acc pl λειμώνια , λειμώνιος of a meadow neut nom/voc/acc pl λειμώνιε , λειμώνιος of a meadow masc voc sg λειμώνιαι , λειμώνιος of a meadow fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμωνίαν — λειμωνίᾱν , λειμώνιος of a meadow fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόα — Γένος φυτών (οικογένεια: αγρωστίδες ή γραμμινίδες, μονοκοτυλήδονα) που είναι από τα πιο κοινά στα βοσκοτόπια και στα λιβάδια, όπου σχηματίζουν τούφες συνήθως αραιές. Φύονται στις χλοερές τοποθεσίες διάφορα είδη (π. η λειμώνια, π. η ετησία, π. η… …   Dictionary of Greek

  • λειμώνιος — α, ο (Α λειμώνιος, ία, ον, ποιητ. θηλ. και λειμωνιάς, άδος και λειμωνίς, ίδος) [λειμών] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λειμώνα ή προέρχεται από λειμώνα, λιβαδήσιος («λειμώνια ἄνθεα», Αισχύλ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ λειμωνιάς νύμφη τού λειμώνα… …   Dictionary of Greek

  • σκουτελλαρία — (scutellaria). Φυτό ποώδες της οικογένειας των Χειλανθών ή Λαμπιατών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως σ. η αλπική. Φυτρώνει σε πετρώδεις τοποθεσίες της αλπικής και υπαλπικής ζώνης των βουνών της βόρειας Ελλάδας. Πρόκειται για φυτό μέτριων διαστάσεων …   Dictionary of Greek

  • αλόφιλα ή αλόφυτα — Φυτά χερσαία, δενδρώδη, θαμνώδη ή ποώδη, που φύονται στα αλμυρά εδάφη, δηλαδή στα πλούσια σε χλωριούχο νάτριο, ή σε παραλίες. Γι’ αυτό ονομάζεται αλοφιλία το φαινόμενο της προτίμησης που δείχνουν τα φυτά αυτά για τα αλμυρά εδάφη, τόσο τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»