-
1 λειμωνία
λειμωνίᾱ, λειμώνιοςof a meadow: fem nom /voc /acc dualλειμωνίᾱ, λειμώνιοςof a meadow: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————λειμωνίᾱͅ, λειμώνιοςof a meadow: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 λειμωνίᾳ
Βλ. λ. λειμωνία -
3 λειμωνιά
λειμωνιάςmeadow: fem voc sg -
4 λειμώνια
λειμώνιονStatice limonium: neut nom /voc /acc plλειμώνιοςof a meadow: neut nom /voc /acc pl -
5 λειμωνίας
λειμωνίᾱς, λειμώνιοςof a meadow: fem acc plλειμωνίᾱς, λειμώνιοςof a meadow: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 λειμώνι'
λειμώνια, λειμώνιονStatice limonium: neut nom /voc /acc plλειμώνια, λειμώνιοςof a meadow: neut nom /voc /acc plλειμώνιε, λειμώνιοςof a meadow: masc voc sgλειμώνιαι, λειμώνιοςof a meadow: fem nom /voc pl -
7 λειμωνίαν
λειμωνίᾱν, λειμώνιοςof a meadow: fem acc sg (attic doric aeolic) -
8 λειμώνιος
A of a meadow,κἀπὸ γῆς λ. δρόσοι A.Ag. 560
; ;φύλλα Theoc.18.39
; ; ἀνεμώνη ἡ λ. Anemone pavonina, scarlet anemone, Thphr.HP6.8.1 (= ἀ. ἀγρία, q.v.); also λειμωνία, ἡ, a thorny plant, prob. = σκόλυμος, golden thistle, Scolymus hispanicus, ib.6.4.3. ( λειμωνίᾳ is corrupt in S.Aj. 601 (lyr.).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειμώνιος
-
9 limonia
līmōnia, ae, f. (λειμωνία, i.e. pratensis), I) eine Art Anemone, Plin. 21, 65. – II) eine Pflanze = scolymos, Plin. 22, 86.
-
10 φύλλον
φύλλον (φύω), τό, 1) Blatt, Laub; oft bei Hom., der wie Hes., Pind., Tragg. u. Her. immer den plur. gebraucht. – Auch Blumen, ὑακίνϑινα φύλλα ἐξ ὄρεος δρέψασϑαι, λειμώνια, Theocr. 11, 26. 18, 39; übh. Pflanze, Numen. bei Ath. 371 b. – 2) der blätterähnliche Saame des Silphium, Hippocr. – Eine unbestimmte Pflanze, Theophr. – Auch, wie folium, ein Gewürz, Hippocr.; vgl. Polyaen. 4, 3,32.
-
11 εὐνόμας
εὐνόμας, ὁ, bei Soph. Ai. 597 ch., Ἰδαίᾳ μίμνω λειμωνίᾳ ποιᾷ μήλων ἀνήριϑμος αἰὲν εὐνόμᾳ χρόνῳ τρυχόμενος, wird von Schol. = εὔνομος erkl., τῷ καλῶς μεριζομένῳ εἰς τέσσαρας ὥρας, oder τῷ εὐνομουμένῳ καὶ δικαίῳ, oder εὐνόμᾳ λειμῶνι, mit schönen Weiden, die Lesart scheint aber verderbt u. Hermann's Lesart εὐνώμᾳ, sich gut bewegend, paßt auch nicht recht.
-
12 limonia
līmōnia, ae, f. (λειμωνία, i.e. pratensis), I) eine Art Anemone, Plin. 21, 65. – II) eine Pflanze = scolymos, Plin. 22, 86. -
13 φύλλον
φύλλον, τόA leaf; in [dialect] Ep. and Hdt. always in pl. leaves, or collectively foliage,φύλλα καὶ ὄζους Il.1.234
, al.;φύλλα δ' ἔραζε χέει Hes. Op. 421
;τὰ φ. καταδρέποντες κατήσθιον Hdt.8.115
;ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φ. ἀναπέμπει Pi.P.9.46
;ψυχὰς ἐδάη.. οἷά τε φύλλ' ἄνεμος δονεῖ B.5.65
; sg., S.OC 701 (lyr.), Thphr.HP1.10.6, etc.;οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν Il.6.146
, cf. Mimn.2.1;φύλλων γενεᾷ προσόμοιοι Ar.Av. 685
(anap.);φύλλοις βάλλειν E.Hec. 574
; πλεκτὰ φύλλα wreathed leaves, Id.Hipp. 807; φύλλον ἐλαίας, poet. for ἐλάα, S.l.c.: metaph. of choral songs,φύλλ' ἀοιδᾶν Pi.I.4(3).27
; of leaves used as voting-papers, IG12(5).595A12 (Ceos, iii/ii B. C.).2 of flowers, petal, [ῥόδον] ἔχον ἑξήκοντα φύλλα Hdt.8.138
; ὑακίνθινα φ., λειμώνια φ., Theoc.11.26, 18.39.II plant, in general,φ. ὂν ἐπινηχόμενον τῷ ὕδατι Dsc.1.12
, cf. Numen. ap. Ath.9.371b; ἡ κατὰ φύλλον (with or without γεωμετρία ) survey according to plants, i. e. crops grown, PTeb.38.3, 78.4 (ii B. C.): ποτίσαι εἰς φύλλον ib.72.362, 105.32 (ii B. C.): esp. of medicinal herbs,φ. εἴ τι νώδυνον κάτοιδε S.Ph.44
; ἠπίοισι φ. ib. 698 (lyr.), cf. 649.2 as a name of definite species:a = βρυωνία, dog Mercury, Mercurialis perennis, Thphr.HP9.18.5, Dsc.3.125.b the leaf-like fruit of silphium, Hp.Nat.Mul.72, Thphr.HP6.3.1, Polyaen.4.3.32.c = λευκάκανθα, Dsc.3.19. -
14 ἀνεμώνη
ἀνεμ-ώνη, ἡ,A poppy anemone, Anemone coronaria, Cratin.98, Pherecr.108.25, Theoc.5.92, Thphr.HP7.10.2;ἀ. ἥμερος Dsc.2.176
.2 ἀ. ἀγρία scarlet wind-flower, Anemone fulgens, ibid.; also calledἀ. φοινικῆ Crateuas Fr.4
;ἀ. λειμωνία Thphr.HP6.8.1
.3 ἀ. ὀρεία, mountain wind-flower, Anemone blanda, ibid.;αἷμα ῥόδον τίκτει, τὰ δὲ δάκρυα τὰν ἀ. Bion 1.66
.II metaph., ἀνεμῶναι λόγων flowers of speech (with suggestion of emptiness), Luc.Lex. 23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεμώνη
-
15 ὕφυδρος
ὕφυδρος, ον,2 dropsical, Hp.Morb.1.7, as expld. by Gal.19.150.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕφυδρος
См. также в других словарях:
λειμωνία — λειμωνίᾱ , λειμώνιος of a meadow fem nom/voc/acc dual λειμωνίᾱ , λειμώνιος of a meadow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνίᾳ — λειμωνίᾱͅ , λειμώνιος of a meadow fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνιά — λειμωνιάς meadow fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμώνια — λειμώνιον Statice limonium neut nom/voc/acc pl λειμώνιος of a meadow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνίας — λειμωνίᾱς , λειμώνιος of a meadow fem acc pl λειμωνίᾱς , λειμώνιος of a meadow fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμώνι' — λειμώνια , λειμώνιον Statice limonium neut nom/voc/acc pl λειμώνια , λειμώνιος of a meadow neut nom/voc/acc pl λειμώνιε , λειμώνιος of a meadow masc voc sg λειμώνιαι , λειμώνιος of a meadow fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνίαν — λειμωνίᾱν , λειμώνιος of a meadow fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόα — Γένος φυτών (οικογένεια: αγρωστίδες ή γραμμινίδες, μονοκοτυλήδονα) που είναι από τα πιο κοινά στα βοσκοτόπια και στα λιβάδια, όπου σχηματίζουν τούφες συνήθως αραιές. Φύονται στις χλοερές τοποθεσίες διάφορα είδη (π. η λειμώνια, π. η ετησία, π. η… … Dictionary of Greek
λειμώνιος — α, ο (Α λειμώνιος, ία, ον, ποιητ. θηλ. και λειμωνιάς, άδος και λειμωνίς, ίδος) [λειμών] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λειμώνα ή προέρχεται από λειμώνα, λιβαδήσιος («λειμώνια ἄνθεα», Αισχύλ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ λειμωνιάς νύμφη τού λειμώνα… … Dictionary of Greek
σκουτελλαρία — (scutellaria). Φυτό ποώδες της οικογένειας των Χειλανθών ή Λαμπιατών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως σ. η αλπική. Φυτρώνει σε πετρώδεις τοποθεσίες της αλπικής και υπαλπικής ζώνης των βουνών της βόρειας Ελλάδας. Πρόκειται για φυτό μέτριων διαστάσεων … Dictionary of Greek
αλόφιλα ή αλόφυτα — Φυτά χερσαία, δενδρώδη, θαμνώδη ή ποώδη, που φύονται στα αλμυρά εδάφη, δηλαδή στα πλούσια σε χλωριούχο νάτριο, ή σε παραλίες. Γι’ αυτό ονομάζεται αλοφιλία το φαινόμενο της προτίμησης που δείχνουν τα φυτά αυτά για τα αλμυρά εδάφη, τόσο τα… … Dictionary of Greek