Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λείοι

См. также в других словарях:

  • λειοῖ — λειόω make smooth pres ind mp 2nd sg λειόω make smooth pres opt act 3rd sg λειόω make smooth pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεῖοι — λεῖος smooth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακούσιοι ή λείοι μύες — Κατηγορία μυών που σχηματίζουν τα εσωτερικά όργανα και εκτελούν τις φυσικές λειτουργίες …   Dictionary of Greek

  • MUSCARIUS — Graece Α᾿πόμις̔ος, Herculis epitheton, quod muscas ab aede sua abigeret, Plin. l. 10. c. 29. et Solin. c. 1. Imo et Iovis, Clemens in Protrept. Α᾿πομυίῳ Διῒ θύουσιν Η᾿λεῖοι; Π῾ωμαῖοι δὲ Α᾿πομυίῳ Η῾ρακλεῖ, Muscario Iovi litant Elienses, Roman vero …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PISCIS — I. PISCIS Graecis dictus Νότιος, i. e. Australis, ut et Hygino in Poet. Astron. et Ciceroni in Arateis; Germanici Interpreti Magnus, qui de eo sic scribit. Piscis magnus, cuius nepotes dicuntur Pisces. qui in circulo Zodiaco constituti sunt,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση …   Dictionary of Greek

  • γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… …   Dictionary of Greek

  • κουτσουπιά — Φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο της οικογένειας των φαβιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Cercis siliquastrum. Πρόκειται για πολυετές φυτό με αργή ανάπτυξη, που φθάνει σε ύψος τα 5 9 μ. Έχει ανώμαλη και αραιή κώμη, με κυρτές… …   Dictionary of Greek

  • λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος …   Dictionary of Greek

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

  • ομοτριβώ — ὁμοτριβῶ, έω (Α) φρ. «ὁμοτριβοῡντες λίθοι» λείοι, στιλπνοί και στενά προσαρμοσμένοι μεταξύ τους λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. λειο τριβώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»