-
1 λεί'
λεῖαι, λείαtool for smoothing stone: fem nom /voc plλεῖα, λεῖοςsmooth: neut nom /voc /acc plλεῖε, λεῖοςsmooth: masc voc sgλεῖαι, λεῖοςsmooth: fem nom /voc pl -
2 λεῖ'
λεῖαι, λείαtool for smoothing stone: fem nom /voc plλεῖα, λεῖοςsmooth: neut nom /voc /acc plλεῖε, λεῖοςsmooth: masc voc sgλεῖαι, λεῖοςsmooth: fem nom /voc pl -
3 λέϊ
το лей, лея (денежная единица Румынии) -
4 λει-όστρεα
λει-όστρεα u. λει-όστρεια, τά, eine Muschelart mit glatten Schalen.
-
5 λει-όστρακος
λει-όστρακος, glattschalig, Arist. H. A. 4, 4.
-
6 λει-αυστηρός
λει-αυστηρός, glattsäuerlich, süßsäuerlich, vom Wein, Poll. 6, 15, Bekk. hat das Wort ausgelassen.
-
7 λει-εντερι-ώδης
λει-εντερι-ώδης, ες, an der λειεντερία leidend, Hippocr.
-
8 λει-εντερία
λει-εντερία, ἡ, dünner, flüssiger Stuhlgang, eigtl. die Glätte der Eingeweide, welche die Speisen unverdaut durchläßt, Hippocr. u. a. Medic.
-
9 λει-ώδης
-
10 λειότερον
λεῑότερον, λεῖοςsmooth: adverbial compλεῑότερον, λεῖοςsmooth: masc acc comp sgλεῑότερον, λεῖοςsmooth: neut nom /voc /acc comp sg -
11 λειοτάτας
λεῑοτάτᾱς, λεῖοςsmooth: fem acc superl plλεῑοτάτᾱς, λεῖοςsmooth: fem gen superl sg (doric aeolic) -
12 λειοτάτη
λεῑοτάτη, λεῖοςsmooth: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————λεῑοτάτῃ, λεῖοςsmooth: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
13 λειοτάτων
λεῑοτάτων, λεῖοςsmooth: fem gen superl plλεῑοτάτων, λεῖοςsmooth: masc /neut gen superl pl -
14 λειοτέρα
λεῑοτέρᾱ, λεῖοςsmooth: fem nom /voc /acc comp dualλεῑοτέρᾱ, λεῖοςsmooth: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
15 λειοτέρας
λεῑοτέρᾱς, λεῖοςsmooth: fem acc comp plλεῑοτέρᾱς, λεῖοςsmooth: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
16 λειοτέρων
λεῑοτέρων, λεῖοςsmooth: fem gen comp plλεῑοτέρων, λεῖοςsmooth: masc /neut gen comp pl -
17 λειοτέρως
λεῑοτέρως, λεῖοςsmooth: adverbial compλεῑοτέρως, λεῖοςsmooth: masc acc comp pl (doric) -
18 λειότατα
λεῑότατα, λεῖοςsmooth: adverbial superlλεῑότατα, λεῖοςsmooth: neut nom /voc /acc superl pl -
19 λειότατον
λεῑότατον, λεῖοςsmooth: masc acc superl sgλεῑότατον, λεῖοςsmooth: neut nom /voc /acc superl sg -
20 λείως
λεί̱ως, λεῖοςsmooth: adverbialλεί̱ως, λεῖοςsmooth: masc acc pl (doric)λειόωmake smooth: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
λέι — το νομισματική μονάδα τής Ρουμανίας υποδιαιρούμενη σε 100 μπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. lei, πληθ. τού leu «λιοντάρι»] … Dictionary of Greek
λέι — το άκλ. (λ. ρουμ.), η ρουμανική νομισματική μονάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεῖ' — λεῖαι , λεία tool for smoothing stone fem nom/voc pl λεῖα , λεῖος smooth neut nom/voc/acc pl λεῖε , λεῖος smooth masc voc sg λεῖαι , λεῖος smooth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέι, Μπέντζαμιν — (Benjamin Lay, Κόλτσεστερ, Αγγλία 1677 – Άμπινγκτον, Πενσιλβάνια 1759). Αμερικανός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής, αγγλικής καταγωγής. Ανήκε στην αίρεση των Κουακέρων και μετανάστευσε στα νησιά Μπαρμπάντος, όπου ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη ζωή των … Dictionary of Greek
Χαντ, Τζέιμς Χένρι Λέι — (Hunt, 1784 – 1859). Άγγλος κριτικός, ποιητής και δημοσιογράφος. Έγραψε την ποιητική συλλογή Juvenilia (1801) με στίχους που μαρτυρούν επίδραση των Γκρέι, Κόλινς και Σπένσερ. Παράλληλα ασχολήθηκε και με την κριτική του θεάτρου και το 1808 έγινε… … Dictionary of Greek
λειότερον — λεῑότερον , λεῖος smooth adverbial comp λεῑότερον , λεῖος smooth masc acc comp sg λεῑότερον , λεῖος smooth neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειοτάτας — λεῑοτάτᾱς , λεῖος smooth fem acc superl pl λεῑοτάτᾱς , λεῖος smooth fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειοτάτων — λεῑοτάτων , λεῖος smooth fem gen superl pl λεῑοτάτων , λεῖος smooth masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειοτέρα — λεῑοτέρᾱ , λεῖος smooth fem nom/voc/acc comp dual λεῑοτέρᾱ , λεῖος smooth fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειοτέρας — λεῑοτέρᾱς , λεῖος smooth fem acc comp pl λεῑοτέρᾱς , λεῖος smooth fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειοτέρων — λεῑοτέρων , λεῖος smooth fem gen comp pl λεῑοτέρων , λεῖος smooth masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)