-
1 λατρεία
λατρείᾱ, λατρείαthe state of a hired labourer: fem nom /voc /acc dualλατρείᾱ, λατρείαthe state of a hired labourer: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————λατρείᾱͅ, λατρείαthe state of a hired labourer: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 λατρεία
λατρεία, ἡ, Stand des Söldners, Lohnarbeiters, Dienst für Lohn, übh. Dienst, Soph. Ai. 498 Trach. 827; vom Dienst des Hermes, Aesch. Prom. 966; Φοιβαῖαι, Eur. Phoen. 226. – Bes. Gottesdienst, Gottesverehrung, τοῦ ϑεοῦ, Plat. Apol. 23 c, καὶ εὐχαί, Phaedr. 244 e, Sp. – Aber λατρείαν Ἰαωλκὸν Πηλεὺς παρέδωκε Αἱμόνεσσι, Pind. N. 4, 54, = λατρίαν, dienend.
-
3 λατρεια
ἥ1) служба, труд(ἐπίπονον ἔχειν λατρείαν Soph.; πᾶν ἔργον καὴ πᾶσα λ. Plut.)
2) служение, почитание, культ(θεῶν Plat.; Φοιβεῖαι λατρεῖαι Eur.; λατρείαν προφέρειν τῷ θεῷ NT.)
3) житейский обязанности4) слуга, раб Pind. -
4 λατρεία
λατρεία ηслужение Богу, выражающееся в молитвах, жертвах, приношениях, песнопениях, богослужениях, крестных ходах и т.дЭтим.дргр. < λατρεύω — первоначальное значение «служить как раб» -
5 λατρεία
λατρεία, ἡ, Stand des Söldners, Lohnarbeiters, Dienst für Lohn, übh. Dienst; vom Dienst des Hermes. Bes. Gottesdienst, Gottesverehrung -
6 λατρεία
λατρεία, ας, ἡ (cp. λάτρον ‘payment’ and s. next entry; Pind. et al.; LXX. On the cultic t.t. עֲבוֹדָה s. Elbogen 4) in cultic usage service/worship (of God) (Pla., Apol. 23b τοῦ θεοῦ, Phdr. 244e; Sb 1934, 3 [?]; LXX; Philo, Ebr. 144 al.; Jos., Bell. 2, 409; Ar. 2, 1; Mel., P. 67, 475; Ath. 13, 2; Orig., C. Cels. 2, 78, 16; 4, 22, 13; Did., Gen. 135, 18) Ro 9:4; λογικὴ λ. 12:1 (s. λογικός). δικαιώματα λατρείας regulations for worship Hb 9:1. τὰς λ. ἐπιτελεῖν perform the rites vs. 6. λ. προσφέρειν τῷ θεῷ offer a service to God J 16:2. Of image-worship λ. θεῶν νεκρῶν D 6:3; cp. Dg 3:2.—DELG s.v. λάτρον. M-M. TW. -
7 λατρεία
η1) любовь, поклонение; преклонение; обожание; культ;έχει λατρεία στα παιδιά του — он обожает своих детей;
2) перен. кумир -
8 λατρείᾳ
Βλ. λ. λατρεία -
9 λατρεία
{сущ., 5}богослужение, т.е. служение согласно требованиям левитского закона.Ссылки: Ин. 16:2; Рим. 9:4; 12:1; Евр. 9:1, 6.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λατρεία
-
10 λατρεία
{сущ., 5}богослужение, т.е. служение согласно требованиям левитского закона.Ссылки: Ин. 16:2; Рим. 9:4; 12:1; Евр. 9:1, 6.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λατρεία
-
11 λατρεία
богослужение (служение согласно требованиям Левитского закона).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λατρεία
-
12 λατρεία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λατρεία
-
13 λατρεία
[латриа] ουσ. Θ. поклонение, обожание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λατρεία
-
14 λατρεία
-ας + ἡ N 1 3-2-0-0-4=9 Ex 12,25.26; 13,5; Jos 22,27; 1 Chr 28,13service, rite (of things; in relig. sense) Ex 12,25; worship (of people) 1 Mc 1,43; service, servitude (of works) 3 Mc 4,14τοῦ λατρεύειν λατρείαν κυρίῳ (that we may) do service to the Lord (semit., rendering MT לעבד יהוה דתשׁאת־ע) Jos 22,27Cf. BARR 1961, 103; DANIEL, S. 1966 66-92.102-117.; LE BOULLUEC 1989 42.151; →NIDNTT; TWNT -
15 λατρεία
[латриа] ουσ θ поклонение, обожание. -
16 λατρεία
λατρ-εία, ἡ,A the state of a hired labourer, service, A.Pr. 966;ἐπίπονον ἔχειν λ. S.Tr. 830
(lyr.): pl., , cf. E.Ph. 225 (lyr.), etc.: metaph., the business or duties of life, Plu.2.107c.2 λ. τοῦ θεοῦ, θεῶν, service to the gods, divine worship, Pl.Ap. 23c, Phdr. 244e (pl.): abs., LXX Ex.12.25, al., Ep.Rom.9.4, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατρεία
-
17 λατρεία
tapma, tapınma, ibadet -
18 λατρεία
1) adoration2) adulation3) culte -
19 λατρεία
1) adoracja (f) rzecz.2) kult (m) rzecz.3) ubóstwianie (n) rzecz.4) uwielbienie (n) rzecz. -
20 λατρεία
1) klanění2) uctívání3) zbožňování
См. также в других словарях:
λατρεία — λατρείᾱ , λατρεία the state of a hired labourer fem nom/voc/acc dual λατρείᾱ , λατρεία the state of a hired labourer fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρείᾳ — λατρείᾱͅ , λατρεία the state of a hired labourer fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek
λατρεία — η η αγάπη και η αφοσίωση στο Θεό, η αγάπη σ ένα πρόσωπο: Κοίταξε τη γυναίκα του με λατρεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λατρείας — λατρείᾱς , λατρεία the state of a hired labourer fem acc pl λατρείᾱς , λατρεία the state of a hired labourer fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρολατρία — Λατρεία που απονέμεται στη φωτιά, ως υπερφυσική και θεία δύναμη. Η π. ανάγεται στους αρχαιότατους χρόνους της ανθρωπότητας και φαίνεται ότι είχε διαδοθεί σε όλο τον κόσμο, αφού λείψανα αυτής παρατηρήθηκαν και στην Αμερική. Λείψανα π.… … Dictionary of Greek
λατρείαι — λατρείᾱͅ , λατρεία the state of a hired labourer fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρείαν — λατρείᾱν , λατρεία the state of a hired labourer fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρειῶν — λατρεία the state of a hired labourer fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρεῖαι — λατρεία the state of a hired labourer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρείαις — λατρεία the state of a hired labourer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)