-
1 κιν-αχύρα
κιν-αχύρα, ἡ, das Beutelsieb in der Mühle, die Kleie von dem Mehl zu sondern, Ar. Eccl. 730.
-
2 κιν-αίδιον
κιν-αίδιον, τό, ein Vogel, = κίλλουρος, VLL.
-
3 ἐπι-κιν-αίδισμα
ἐπι-κιν-αίδισμα, τό, unzüchtige Rede u. Handlung, Clem. Al. paed. 3 p. 270.
-
4 ἐκ-κιν-αιδίζομαι
ἐκ-κιν-αιδίζομαι, verstärktes simpler, Dio Cass. 50, 27.
-
5 κινηθμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινηθμός
-
6 κίνηθρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίνηθρον
-
7 κίνημα
A movement,οὔθ' ἡ γραμμὴ ἐκ στιγμῶν οὔθ' ἡ κίνησις ἐκ κινημάτων Arist.Ph. 241a4
, cf. 232a9, Mu. 400a8, etc.; of the movements of pantomimic actors, Luc.Salt.62.3 κινήματα τῆς σαρκός impressions of sense, Epicur.Fr. 411;κ. λεῖον Stoic.2.25
;κ. μελῳδητικὸν περὶ τὴν ψυχήν Thphr.Fr.89.1
: abs., kinh/mata impressions, emotions, Epicur. Fr. 131: sg., Epict.Fr.14, S.E.M.11.83, etc.4 Medic., subluxation of a bone, partial dislocation, Hp.Fract.47 (pl.).b τὰ τῶν καιρῶν κ., of periods in disease, Gal.19.184.5 Gramm., inflexion, Hdn. Gr.2.265, al.6 pl., moving things, Max.Tyr.41.2. -
8 κινητέος
II κινητέον, one must call into play,τὴν ζωγραφίαν Pl.R. 373a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητέος
-
9 κινητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητήρ
-
10 κινητήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητήριος
-
11 κινητής
2 seditious person, agitator, Plb.28.17.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητής
-
12 κινητικός
A of or for putting in motion, ; νεῦρα motor nerves, Gal.8.208;κ. βηχέων Hp.Aph.5.24
;ἱδρώτων Dsc.5.112
;οὔρων Xenocr.
ap. Orib.2.58.50; ἐξ ἑαυτοῦ μόνον κ. spontaneous, Epicur.Nat.28.7: [comp] Sup. - ώτατος Arist.Mete. 365b30. Adv. -κῶς Procl. in Alc.p.52
C.2 metaph., urging on, exciting,λόγος κ. πρὸς ἀρετήν Aristo Stoic.1.88
;τὸ -ώτατον τῶν ὄχλων Phld.Rh.1.198
S., D.H.Isoc.13: abs., stimulating, X.Oec.10.12;τὸ μέλος κ. φύσει Phld.Mus.p.71
K.; τὸ μήτε ὁρμῆς μήτε ἀφορμῆς -κὸν [ ἀδιάφορον] Stoic.3.28, cf. 40, al.3 turbulent, seditious, Plb.1.9.3, D.S.19.14, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητικός
-
13 κινητός
2 in Law, κ. οὐσία movable property, Cod.Just.1.11.10.1, cf. 1.2.15 Intr.;κ. καὶ ἀκίνητα PLond.3.1015.17
(vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητός
-
14 κίνητρον
κῑν-ητρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίνητρον
-
15 κιναίδιον
κιν-αίδιον, τό, ein Vogel -
16 κιναχύρα
κιν-αχύρα, ἡ, das Beutelsieb in der Mühle, die Kleie von dem Mehl zu sondern -
17 κινώ
(α, ε) 1. μετ.1) двигать, приводить в движение; 2) сдвигать с места, передвигать; 3) побуждать (к действиям), толкать (на что-л.); 4) перен. вызывать, порождать, возбуждать (какое-л. чувство);κιν τον γέλωτα (την περιέργεια) — вызывать смех (любопытство);
5) затевать (какое-л. дело);κιν τον πόλεμο — начинать войну;
αγωγή — возбуждать судебное дело; — предъявлять иск;2. αμετ. двигаться в путь, трогаться; отправляться;κίνησα στίς πέντε το πρωί я выехал в пять часов утра;1) — двигаться; — шевелиться;κινούμαι
η γη κινείται περί τον ήλιον — земля движется вокруг солнца;
μόλις κινούμαι — я еле-еле двигаюсь;
μην κινείσαι! — не шевелись!;
2) активизироваться, оживляться; мобилизоваться;κινήσου — пошевеливайся!, живее!;
§ κιν
γήν και ούρανδν — или κιν πάντα λίθον — делать всё возможное;συν Άθηνά και χείρα κίνει погов. ≈ на бога надейся, а сам не плошай -
18 κίνηση
[-ις (-εως)] η1) е разн. знач движение;η περιστροφική κίνηση — вращательное движение;
χαριτωμένες κίνήσεις — изящные движения;
μεγάλη κίνηση — большое движение;
τροχαία κίνηση — а) уличное движение; — б) служба регулирования уличного движения;
κίνηση πληθυσμού — движение народонаселения;
κίνηση ταμείου — оборот кассы;
κίνηση στα άδεια ( — или νεκρά) — холостой ход;
θέτω ( — или βάζω) σε κίνηση — приводить в движение; — пускать в ход;
μπαίνω σε κίνηση — приходить в движение;
2) оживление, оживлённость; активность;η εμπορική κίνηση — коммерческая активность;
παρατηρείται κάποια κίνηση — наблюдается, чувствуется какое-то оживление;
3) передвижение (войск);4) кив5ние, кивок;κίνηση της κεφαλής — кивок головы;
§ κίν
ιδεών — а) борьба идей; — б) развитие мысли;εκπολιτιστική κίν — культурная жизнь;
έξοδα κίνήσεως — командировочные расходы;
κίνηση αγωγής — возбуждение (судебного) дела; — предъявление (судебного) иска
-
19 κίς
-
20 κίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κιν — Πανάρχαιο έγχορδο όργανο της Κίνας. Το κ. αρχικά παιζόταν τοποθετημένο πάνω σε ένα ορθογώνιο τραπέζι, αργότερα όμως, για να είναι πιο εύχρηστο, τροποποιήθηκε ριζικά και έγινε φορητό, κατορθώνοντας έτσι να επιβιώσει για αρκετούς αιώνες ακόμη. Οι… … Dictionary of Greek
Κιν, Έντμουντ — (Edmound Kean, Λονδίνο 1789 – Ρίτσμοντ 1833). Άγγλος ηθοποιός του θεάτρου. Σε ηλικία επτά ετών έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο ως παιδί θαύμα. Η σταδιοδρομία του άρχισε περίπου το 1805, με την ερμηνεία έργων του Σαίξπηρ. Ο Κ. είχε βίαιο… … Dictionary of Greek
Κιν, Τσαρλς Τζον — (Charles John Kean, Γουότερφοντ 1811 – Λονδίνο 1868). Άγγλος ηθοποιός του θεάτρου. Ήταν γιος του Έντμουντ Κιν (βλ. λ.). Φοίτησε στο Ίτον και αργότερα, παρά την αντίδραση του πατέρα του, που δεν ήθελε να γίνει ο γιος του ηθοποιός, ο Κ. έκανε την… … Dictionary of Greek
Κιν Γκολντγουέι, Λίντα — (Linda Keen Goldway, Νέα Υόρκη 1940 –). Αμερικανίδα μαθηματικός. Σπούδασε μαθηματικά στο City College της Νέας Υόρκης και στη συνέχεια πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ενώ απέκτησε διδακτορικό τίτλο από το… … Dictionary of Greek
Πα Κιν — (Tσενγκτού, Στσουτσουάν 1905). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Λι Φέικαν. Kινέζος συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Σπούδασε βιολογία στη Γαλλία, αλλά επιδόθηκε σε λογοτεχνικές μελέτες όταν επέστρεψε στην Κίνα. Ένα από τα πρώτα έργα του (Θνήσκων ήλιος)… … Dictionary of Greek
Κατέλ, Τζέιμς Mακ Κιν — (James McΚeen Cattell, Ίστον, Πενσιλβάνια 1860 – Λάνκαστερ, Πενσιλβάνια 1944). Αμερικανός ψυχολόγος. Σπούδασε τρία χρόνια στη Λειψία, κοντά στον Βουντ, του οποίου υπήρξε βοηθός. Επιστρέφοντας στην Αμερική δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια… … Dictionary of Greek
Νταϊρέν ή Νταλιάν — (Dalian). Πόλη (1.715.700 κάτ. το 2003) της Κίνας, στην επαρχία Λιαονίνγκ. Aρχικά μικρό ψαράδικο χωριό, αναπτύχθηκε υπό την κυριαρχία των Pώσων (1898 1903), που την έκαναν τελευταίο σταθμό του νοτιομαντζουριανού σιδηροδρόμου και λιμάνι του… … Dictionary of Greek
-κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… … Dictionary of Greek
Γκάσμαν, Βιτόριο — (Vittorio Gassman,Γένοβα 1922 – Ρώμη 2000). Ιταλός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Από τις πιο χαρακτηριστικές και δημοφιλείς φιγούρες του μεταπολεμικού ιταλικού κινηματογράφου, έπαιξε ρόλους καθημερινών ανθρώπων σε κωμωδίες και… … Dictionary of Greek
Μοζούκιν, Ιβάν — (Πέντζα 1889 – Νεϊγί σιρ Σεν 1939). Ρώσος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου. Διακρίθηκε πρώτα στο θέατρο, όπου έπαιξε κυρίως ρομαντικούς ρόλους όπως τον Κιν του Αλεξάνδρου Δουμά και τον Αετιδέα του Εντμόντ Ροστάν και… … Dictionary of Greek
Махлас, Никос — Никос Махлас Общая информация … Википедия