Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κίσσησις

См. также в других словарях:

  • κίσσησις — κίσσησις, απ. τ. κίττησις, ἡ (Α) [κισσώ (Ι)] 1. η ιδιομορφία τής όρεξης τών εγκύων, κίσσα* 2. μτφ. σύλληψη, γέννηση («ποῡ ἡ κίσσησις τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.) …   Dictionary of Greek

  • κίσσησις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσήσει — κίσσησις fem nom/voc/acc dual (attic epic) κισσήσεϊ , κίσσησις fem dat sg (epic) κίσσησις fem dat sg (attic ionic) κισσάω crave for strange food aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) κισσάω crave for strange food fut ind mid 2nd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίττησις — κίσσησις , κίσσησις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίττησις — κίττησις, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. κίσσησις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»