Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κισσώδης

См. также в других словарях:

  • κισσώδης — (I) κισσώδης, ῶδες (Α) [κίσσα (II)] (ιδίως για έγκυο γυναίκα) αυτή που επιθυμεί ασυνήθιστα φαγητά. (II) κισσώδης, ῶδες (Α) [κισσός] πλεγμένος με κισσό, κισσόπλεκτος* …   Dictionary of Greek

  • κισσώδει — κισσώδης longing like pregnant women masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κισσώδης longing like pregnant women masc/fem/neut dat sg κισσώδεϊ , κισσώδης longing like pregnant women dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσῶδες — κισσώδης longing like pregnant women masc/fem voc sg κισσώδης longing like pregnant women neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσωδῶν — κισσώδης longing like pregnant women masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσώδεσι — κισσώδης longing like pregnant women masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιττῶδες — κισσῶδες , κισσώδης longing like pregnant women masc/fem voc sg κισσῶδες , κισσώδης longing like pregnant women neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η …   Dictionary of Greek

  • κιττώδους — κισσώδους , κισσώδης longing like pregnant women masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»