Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κέλης

См. также в других словарях:

  • κέλης — courser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλης — ο (ΑΜ κέλης, Α δωρ. τ. κέληξ) άλογο ιππασίας νεοελλ. ναυτ. ελαφρά, επιμήκης και ταχεία κωπήλατη λέμβος στην οποία οι ερέτες κάθονται αντίθετα προς την πλευρά κίνησης τού φτερού τής κώπης, αλλ. φαλαινίς αρχ. 1. (συχνά στην επικεφαλίδα ωδών τού… …   Dictionary of Greek

  • κελήτων — κέλης courser masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλησι — κέλης courser masc dat pl κέλομαι urge pres subj mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλησιν — κέλης courser masc dat pl κέλομαι urge pres subj mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλητα — κέλης courser masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλητας — κέλης courser masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλητες — κέλης courser masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλητι — κέλης courser masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλητος — κέλης courser masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέληθ' — κέλητα , κέλης courser masc acc sg κέλητι , κέλης courser masc dat sg κέλητε , κέλης courser masc nom/voc/acc dual κέληται , κέλομαι urge pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»