Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κύβος

  • 1 κύβος

    [кивос] ουσ. а. куб.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κύβος

  • 2 куб

    куб м мат. о κύβος
    * * *
    м мат.
    ο κύβος

    Русско-греческий словарь > куб

  • 3 жребий

    ο κλήρος, η κληρωτίδα, ο λαχνός
    - брошен ο κύβος ερρίφθη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жребий

  • 4 фишка

    1. мат. о κύβος
    το σφαιρίδιο
    2. эл. η ένωση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фишка

  • 5 грань

    гран||ь
    ж
    1. (граница) τό δριο[ν], τό χείλος:
    быть на \граньи сумасшествия κοντεύω νά τρελλαθῶ·
    2. (плоскость) ἡ πλευρά, ἡ ἐδρα:
    у куба шесть \граньей ὁ κύβος ἐχει ἕξη ἐδρες.

    Русско-новогреческий словарь > грань

  • 6 жребий

    жребий
    м
    1. ὁ λαχνός, ὁ κλήρος; бросать \жребий ρίχνω κλήρο· тяну́ть \жребий τραβώ κλήρο·
    2. перен ἡ τύχη, ἡ μοίρα· ◊ \жребий брошен ἐρίφθη ὁ κύβος.

    Русско-новогреческий словарь > жребий

  • 7 кость

    кост||ь
    ж
    1. анат. τό ὀστοῦν, τό κόκκαλο:
    рыбья \кость τό ψαροκόκκαλο· та́зовая \кость τό ὀστοῦν τής λεκάνης· берцовая \кость τό κνημιαΐο ὁστοῦν, ἡ κνήμη· височная \кость τό κροταφικό ὁστοῦν лучевая \кость ἡ κερκίς· локтевая \кость ἡ ὠλενη·
    2. (игральная) τό ζάρι, ὁ κύβος, τό κότσι:
    игра в \костьи τό μπαρμπούτἰ игра́ть в \костьи παίζω ζάρια, παίζω μπαρμπούτι· ◊ слоновая \кость τό ἐλεφαντοκόκκαλο, τό ἐλεφα-ντοστοῦν, ὁ ἐλεφαντόδους, τό φίλντισι· промокнуть до \костьей γίνομαι μουσκίδι, γίνομαι μούσκεμα· до мо́зга \костьей μέχρΓ μυελού ὀστέων, ὡς τό μεδούλι· лечь \костььми́ πέφτω νεκρός στή μάχη, σκοτώνομαι· сложить \костьи ἀφήνω τά κόκκαλα· кожа да \костьи πετσί καί κόκκαλο· язык без \костьей γλώσσα ψαλλίδι.

    Русско-новогреческий словарь > кость

  • 8 куб

    куб
    м I. мат ὁ κύβος:
    возводить в \куб ὑψώνω στον κύβο·
    2. (котел для кипячения) ὁ βραστήρας, ὁ λεβητας [-ης]:
    перегонный \куб ὁ ἄμβιξ, ὁ ἀποστακτήρας, ὁ λαμπίκος.

    Русско-новогреческий словарь > куб

  • 9 кубик

    кубик
    м ὁ κύβος, ὁ κυβίσκος.

    Русско-новогреческий словарь > кубик

  • 10 куб

    [κούπ] ουσ. α. (μαθ.) κύβος

    Русско-греческий новый словарь > куб

  • 11 cube of correlation

    French\ \ cube de corrélation
    German\ \ -
    Dutch\ \ derdemacht van correlatie
    Italian\ \ cubo di correlazione
    Spanish\ \ cubo de la correlación
    Catalan\ \ cub de correlació
    Portuguese\ \ correlação cúbica
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ terning af korrelation
    Norwegian\ \ kube av korrelasjon
    Swedish\ \ kub av korrelation
    Greek\ \ κύβος του συσχετισμού
    Finnish\ \ korrelaatiokuutio
    Hungarian\ \ kocka korrelációs
    Turkish\ \ korelasyonun kübü; ilintinin kübü
    Estonian\ \ -
    Lithuanian\ \ -
    Slovenian\ \ kocke korelacije
    Polish\ \ -
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ teningur af fylgni
    Euskara\ \ korrelazio kubo
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ مكعب الارتباط
    Afrikaans\ \ derdemagskorrelasie
    Chinese\ \ -
    Korean\ \ 상관입방체, 상관정육면체

    Statistical terms > cube of correlation

  • 12 Knut Vik square

    French\ \ carré de Knut Vik
    German\ \ Knut-Viksches Quadrat
    Dutch\ \ vierkant van Knut Vik; paardensprongvierkant
    Italian\ \ quadrato di Knut Vik
    Spanish\ \ cuadrado de Knut Vik
    Catalan\ \ quadrat de Knut Vik
    Portuguese\ \ quadrado de Knut Vik
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ κύβος του Knut Vik
    Finnish\ \ Knut Vikin neliö
    Hungarian\ \ Knut Vik négyzet
    Turkish\ \ Knut Vik karesi
    Estonian\ \ Knut Viki ruut
    Lithuanian\ \ Knut Vik kvadratas; Knuto Viko kvadratas
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ kwadrat Knuta-Vika
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ Knut Vík ferningur
    Euskara\ \ Knut Vik plazan
    Farsi\ \ mor b -e Knut Vik
    Persian-Farsi\ \ مربع کنوت‌ويک
    Arabic\ \ مربع كنوت فيك
    Afrikaans\ \ Knut Vik-vierkant
    Chinese\ \ 克 努 特 ― 维 克 方
    Korean\ \ Knut Vik 제곱

    Statistical terms > Knut Vik square

  • 13 Latin cube

    French\ \ cube latin
    German\ \ lateinischer Würfel
    Dutch\ \ Latijnse kubus
    Italian\ \ cubo latino
    Spanish\ \ cubo latino
    Catalan\ \ cub llatí
    Portuguese\ \ cubo latino
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ romersk kub
    Greek\ \ Λατινικός κύβος
    Finnish\ \ Latinalainen kuutio
    Hungarian\ \ latin kocka
    Turkish\ \ Latin küpü
    Estonian\ \ ladina kuup
    Lithuanian\ \ lotyniškasis kubas
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ sześcian łaciński
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ Латинска коцка
    Icelandic\ \ Latína teningur
    Euskara\ \ Latin kubo
    Farsi\ \ mok - be Latin
    Persian-Farsi\ \ مکعب لاتين
    Arabic\ \ مكعب لاتيني
    Afrikaans\ \ Latynse kubus
    Chinese\ \ 拉 丁 立 方
    Korean\ \ 라틴 입방체, 라틴 정육면체

    Statistical terms > Latin cube

  • 14 куб

    [κούπ] ουσ α (μαθ) κύβος

    Русско-эллинский словарь > куб

  • 15 грань

    θ.
    1. όριο, σύνορο, διαχωριστική γραμμή. || άκρη, έπακρον, άκρον άωτον, χείλος-μεταίχμιο•

    на -и войны στα πρόθυρα του πολέμου•

    на -и безумия πολύ κοντά στην τρέλλα•

    на -и жизни и смерти στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.

    2. (μαθ.) έδρα, πλευρά•

    куб имеет шесть -ей ο κύβος έχει έξι έδρες.

    || λοξοκομμένη άκρη.
    3. βλ. гранение.
    4. γωνία, εξέχουσα άκρη αντικειμένου, αγκωνή.

    Большой русско-греческий словарь > грань

  • 16 жребий

    α.
    1. λαχνός, κλήρος•

    тянуть -τραβώ κλήρο•

    бросить жребий ρίχνω τον κύβο (ζάρι)•

    достаться по жребий ю κερδίζω με τον κλήρο.

    2. μτφ. τύχη, μοίρα, γραφτό, μοιραίο.
    εκφρ.
    жребий брошен – ο κύβος ερρίφθη.

    Большой русско-греческий словарь > жребий

  • 17 куб

    -а, πλθ.α.
    1. κύβος (γεωμ. σώμα).
    2. κυβικό μέτρο•

    куб дров κυβικό (μέτρο) καυσόξυλα.

    εκφρ.
    возвести в куб – υψώνω στον κύβο.
    α. πλθ.
    λέβητας κυλινδρικού σχήματος•

    перегонный куб αποστακτήρας λέβητας.

    Большой русско-греческий словарь > куб

  • 18 фишка

    θ.
    κύβος, βώλος, σφαιρίδιο, κότσι (για διάφορα παιγνίδια).

    Большой русско-греческий словарь > фишка

См. также в других словарях:

  • κύβος — cube masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… …   Dictionary of Greek

  • κύβος — ο 1. κανονικό εξάεδρο που οι έδρες του είναι τετράγωνα. 2. ζάρι. 3. το γινόμενο που βγαίνει από το διπλό πολλαπλασιασιασμό αριθμού με τον εαυτό του, τρίτη δύναμη: Το 8 είναι ο κύβος του 2. 4. φρ., «Pίχτηκε ο κύβος» σημαίνει ότι τελικά, ύστερα από …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυβός — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… …   Dictionary of Greek

  • Κύβος, Ιωάννης — (14oς αι.). Δυνάστης της Χίου. Ονομαζόταν και Καλογιάννης. Την περίοδο της κυριαρχίας του η Χίος κυριεύτηκε από τους Γενοβέζους και ο Κ. έχασε κάθε αξίωμα …   Dictionary of Greek

  • Ἀνεῤῥίφθω ὁ κύβος. — ἀνεῤῥίφθω ὁ κύβος. См. Жребий брошен …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κύβε — κύβος cube masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύβοι — κύβος cube masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύβοιν — κύβος cube masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύβοις — κύβος cube masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύβοισι — κύβος cube masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»