-
1 κύβος
[кивос] ουσ. а. куб.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κύβος
-
2 куб
-
3 жребий
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жребий
-
4 фишка
1. мат. о κύβοςτο σφαιρίδιο2. эл. η ένωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фишка
-
5 грань
гран||ьж1. (граница) τό δριο[ν], τό χείλος:быть на \граньи сумасшествия κοντεύω νά τρελλαθῶ·2. (плоскость) ἡ πλευρά, ἡ ἐδρα:у куба шесть \граньей ὁ κύβος ἐχει ἕξη ἐδρες. -
6 жребий
жребийм1. ὁ λαχνός, ὁ κλήρος; бросать \жребий ρίχνω κλήρο· тяну́ть \жребий τραβώ κλήρο·2. перен ἡ τύχη, ἡ μοίρα· ◊ \жребий брошен ἐρίφθη ὁ κύβος. -
7 кость
кост||ьж1. анат. τό ὀστοῦν, τό κόκκαλο:рыбья \кость τό ψαροκόκκαλο· та́зовая \кость τό ὀστοῦν τής λεκάνης· берцовая \кость τό κνημιαΐο ὁστοῦν, ἡ κνήμη· височная \кость τό κροταφικό ὁστοῦν лучевая \кость ἡ κερκίς· локтевая \кость ἡ ὠλενη·2. (игральная) τό ζάρι, ὁ κύβος, τό κότσι:игра в \костьи τό μπαρμπούτἰ игра́ть в \костьи παίζω ζάρια, παίζω μπαρμπούτι· ◊ слоновая \кость τό ἐλεφαντοκόκκαλο, τό ἐλεφα-ντοστοῦν, ὁ ἐλεφαντόδους, τό φίλντισι· промокнуть до \костьей γίνομαι μουσκίδι, γίνομαι μούσκεμα· до мо́зга \костьей μέχρΓ μυελού ὀστέων, ὡς τό μεδούλι· лечь \костььми́ πέφτω νεκρός στή μάχη, σκοτώνομαι· сложить \костьи ἀφήνω τά κόκκαλα· кожа да \костьи πετσί καί κόκκαλο· язык без \костьей γλώσσα ψαλλίδι. -
8 куб
кубм I. мат ὁ κύβος:возводить в \куб ὑψώνω στον κύβο·2. (котел для кипячения) ὁ βραστήρας, ὁ λεβητας [-ης]:перегонный \куб ὁ ἄμβιξ, ὁ ἀποστακτήρας, ὁ λαμπίκος. -
9 кубик
кубикм ὁ κύβος, ὁ κυβίσκος. -
10 куб
[κούπ] ουσ. α. (μαθ.) κύβος -
11 cube of correlation
French\ \ cube de corrélationGerman\ \ -Dutch\ \ derdemacht van correlatieItalian\ \ cubo di correlazioneSpanish\ \ cubo de la correlaciónCatalan\ \ cub de correlacióPortuguese\ \ correlação cúbicaRomanian\ \ -Danish\ \ terning af korrelationNorwegian\ \ kube av korrelasjonSwedish\ \ kub av korrelationGreek\ \ κύβος του συσχετισμούFinnish\ \ korrelaatiokuutioHungarian\ \ kocka korrelációsTurkish\ \ korelasyonun kübü; ilintinin kübüEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ kocke korelacijePolish\ \ -Russian\ \ корреляция третьей степениUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ teningur af fylgniEuskara\ \ korrelazio kuboFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مكعب الارتباطAfrikaans\ \ derdemagskorrelasieChinese\ \ -Korean\ \ 상관입방체, 상관정육면체 -
12 Knut Vik square
French\ \ carré de Knut VikGerman\ \ Knut-Viksches QuadratDutch\ \ vierkant van Knut Vik; paardensprongvierkantItalian\ \ quadrato di Knut VikSpanish\ \ cuadrado de Knut VikCatalan\ \ quadrat de Knut VikPortuguese\ \ quadrado de Knut VikRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ κύβος του Knut VikFinnish\ \ Knut Vikin neliöHungarian\ \ Knut Vik négyzetTurkish\ \ Knut Vik karesiEstonian\ \ Knut Viki ruutLithuanian\ \ Knut Vik kvadratas; Knuto Viko kvadratasSlovenian\ \ -Polish\ \ kwadrat Knuta-VikaRussian\ \ квадрат Кнута ВикаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ Knut Vík ferningurEuskara\ \ Knut Vik plazanFarsi\ \ mor b -e Knut VikPersian-Farsi\ \ مربع کنوتويکArabic\ \ مربع كنوت فيكAfrikaans\ \ Knut Vik-vierkantChinese\ \ 克 努 特 ― 维 克 方Korean\ \ Knut Vik 제곱 -
13 Latin cube
French\ \ cube latinGerman\ \ lateinischer WürfelDutch\ \ Latijnse kubusItalian\ \ cubo latinoSpanish\ \ cubo latinoCatalan\ \ cub llatíPortuguese\ \ cubo latinoRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ romersk kubGreek\ \ Λατινικός κύβοςFinnish\ \ Latinalainen kuutioHungarian\ \ latin kockaTurkish\ \ Latin küpüEstonian\ \ ladina kuupLithuanian\ \ lotyniškasis kubasSlovenian\ \ -Polish\ \ sześcian łacińskiRussian\ \ латинский кубUkrainian\ \ -Serbian\ \ Латинска коцкаIcelandic\ \ Latína teningurEuskara\ \ Latin kuboFarsi\ \ mok - be LatinPersian-Farsi\ \ مکعب لاتينArabic\ \ مكعب لاتينيAfrikaans\ \ Latynse kubusChinese\ \ 拉 丁 立 方Korean\ \ 라틴 입방체, 라틴 정육면체 -
14 куб
[κούπ] ουσ α (μαθ) κύβος -
15 грань
-и θ.1. όριο, σύνορο, διαχωριστική γραμμή. || άκρη, έπακρον, άκρον άωτον, χείλος-μεταίχμιο•на -и войны στα πρόθυρα του πολέμου•
на -и безумия πολύ κοντά στην τρέλλα•
на -и жизни и смерти στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.
2. (μαθ.) έδρα, πλευρά•куб имеет шесть -ей ο κύβος έχει έξι έδρες.
|| λοξοκομμένη άκρη.3. βλ. гранение.4. γωνία, εξέχουσα άκρη αντικειμένου, αγκωνή. -
16 жребий
-я α.1. λαχνός, κλήρος•тянуть -τραβώ κλήρο•
бросить жребий ρίχνω τον κύβο (ζάρι)•
достаться по жребий ю κερδίζω με τον κλήρο.
2. μτφ. τύχη, μοίρα, γραφτό, μοιραίο.εκφρ.жребий брошен – ο κύβος ερρίφθη. -
17 куб
куб 1-а, πλθ. -ы α.1. κύβος (γεωμ. σώμα).2. κυβικό μέτρο•куб дров κυβικό (μέτρο) καυσόξυλα.
εκφρ.возвести в куб – υψώνω στον κύβο.куб 2-а α. πλθ. -ыλέβητας κυλινδρικού σχήματος•перегонный куб αποστακτήρας λέβητας.
-
18 фишка
-и θ.κύβος, βώλος, σφαιρίδιο, κότσι (για διάφορα παιγνίδια).
См. также в других словарях:
κύβος — cube masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
κύβος — ο 1. κανονικό εξάεδρο που οι έδρες του είναι τετράγωνα. 2. ζάρι. 3. το γινόμενο που βγαίνει από το διπλό πολλαπλασιασιασμό αριθμού με τον εαυτό του, τρίτη δύναμη: Το 8 είναι ο κύβος του 2. 4. φρ., «Pίχτηκε ο κύβος» σημαίνει ότι τελικά, ύστερα από … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυβός — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
Κύβος, Ιωάννης — (14oς αι.). Δυνάστης της Χίου. Ονομαζόταν και Καλογιάννης. Την περίοδο της κυριαρχίας του η Χίος κυριεύτηκε από τους Γενοβέζους και ο Κ. έχασε κάθε αξίωμα … Dictionary of Greek
Ἀνεῤῥίφθω ὁ κύβος. — ἀνεῤῥίφθω ὁ κύβος. См. Жребий брошен … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κύβε — κύβος cube masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβοι — κύβος cube masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβοιν — κύβος cube masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβοις — κύβος cube masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβοισι — κύβος cube masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)