-
1 κυβος
(ῠ), редко Anth. κῦβος ὅ1) куб, кубическое телоὁ κ. σταδαῖον παντᾷ σῶμα Plat. — куб (есть) самое устойчивое из всех тел
2) мат. куб, третья степень, число в кубе Plat., Arst.3) игральная кость (в форме кубика, все шесть граней которого имели обозначения - в отличие от ἀστράγαλος, у которого обозначения были только на четырех; греки играла тремя костями)ἐν πτώσει κύβων Plat., Arst. — как выпали игральные кости, перен. по прихоти случая ( или судьбы);
ἀεὴ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι погов. Soph. — кости Зевса всегда выпадают правильно;ἔσχατον κύβον ἀφιέναι Plut. — в последний раз попытать счастья;ἀνερρίφθω κ.! Plut. — пусть будет брошен жребий! (лат. alea jacta esto!)4) грань игральной кости с одним очком -
2 κύβος
-
3 κύβος
[кивос] ουσ. а. куб.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κύβος
-
4 κύβος
[кивос] ουσ α куб. -
5 αναρριπτεω
(только praes. и impf.) и ἀνα-ρρίπτω1) бросать вверх, подбрасывать(τὸν δίσκον εἰς τὸ ἄνω Luc.; τὸν κύβον Plut., Luc.)
ἀννερρίφθω κύβος Plut. (лат. jacta esto alea) — да будет брошен жребий2) выбрасывать, извергать(μύδρους Arst.)
ἥ κρήνη ἀναρρίπτει ὕδωρ Arst. — вода из источника бьет ключом3) вздымать(κόνιν Arst.)
ἀ. ἅλα (πηδῷ) Hom. — грести изо всех сил4) отваживаться, решатьсяἀ. κίνδυνον Her., Thuc. — идти на опасность, рисковать собой;
ἐς ἅπαν τὸ ὑπάρχον ἀ. Thuc. — поставить на карту все;κίνδυνον ἀναρρῖψαι περί и ὑπέρ τινος Plut. — идти на риск, рисковать чем-л.;ἀ. μάχην Plut. — отважиться, решиться на сражение -
6 σταδαιος
31) прямо держащийся, выпрямленныйσταδαῖος ἧσται Aesch. — он сидит прямо;
ἔγχη σταδαῖα Aesch. — отвесно стоящие копья2) стойкий, устойчивый(σῶμα, sc. ὅ κύβος Plat.)
-
7 συνερειστικος
31) спирающий, сжимающий, сдавливающий(τόνος Plut.)
2) крепко упирающийся, устойчивый(ὡς ὅ κύβος Plut.)
-
8 φιλοκυβος
-
9 φορος
I.2[φέρω] несущий, влекущий, споспешествующий, попутный(ἄνεμος Polyb., Diod.; πνεῦμα Plut.)
φ. κάτω Arst. — тянущий вниз;φ. πρὸς ἀρετέν καὴ πρὸς εὐδαιμονίαν Plut. — ведущий к добродетели и к счастьюII.ὅ [φέρω]τοὺς φόρους τάττειν Isocr., Aeschin., Dem. — устанавливать налоги;
φόρον τάξασθαι Her. — наложить на себя, т.е. предложить дань2) уплата, платежδοῦναι χίλια τάλαντα κατὰ φόρους ἐν ἔτεσι δέκα Polyb. — уплатить тысячу талантов в рассрочку в течение десяти лет
3) произведение, плод(φόροι γᾶς Aesch.)
-
10 αναρρίπτω
см. αναρρίχνω 1;§ ανερρίφθη ο κύβος уст. жребий брошен -
11 έδρα
η1) сиденье; стул; кресло;έδρα του δικοστού — судейское кресло;
βουλευτική έδρα — депутатское место;
έδρα του προέδρου — председательское место;
2) кафедра (университетская);έδρα της Ιστορίας — кафедра истории;
3) церк, престол;4) место, местопребывание, резиденция; 5) средоточие, центр;έδρα του νοσήματος — очаг болезни;
6) седалище;7) анат. задний проход; 8) мат. грань; ο κύβος έχει έξη έδρες у куба шесть граней
См. также в других словарях:
κύβος — cube masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
κύβος — ο 1. κανονικό εξάεδρο που οι έδρες του είναι τετράγωνα. 2. ζάρι. 3. το γινόμενο που βγαίνει από το διπλό πολλαπλασιασιασμό αριθμού με τον εαυτό του, τρίτη δύναμη: Το 8 είναι ο κύβος του 2. 4. φρ., «Pίχτηκε ο κύβος» σημαίνει ότι τελικά, ύστερα από … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυβός — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
Κύβος, Ιωάννης — (14oς αι.). Δυνάστης της Χίου. Ονομαζόταν και Καλογιάννης. Την περίοδο της κυριαρχίας του η Χίος κυριεύτηκε από τους Γενοβέζους και ο Κ. έχασε κάθε αξίωμα … Dictionary of Greek
Ἀνεῤῥίφθω ὁ κύβος. — ἀνεῤῥίφθω ὁ κύβος. См. Жребий брошен … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κύβε — κύβος cube masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβοι — κύβος cube masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβοιν — κύβος cube masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβοις — κύβος cube masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβοισι — κύβος cube masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)