Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κόντρα

См. также в других словарях:

  • κόντρα — (Μ κόντρα) επίρρ. 1. αντίθετα, εναντίον («έχουμε κόντρα τον ήλιο») 2. αντίξοα, ανάποδα, στραβά («μού έρχονται όλα κόντρα») 3. φρ. «πηγαίνω κόντρα σε κάποιον» εναντιώνομαι, αντιστρατεύομαι κάποιον νεοελλ. 1. (ως ουδ. ή θηλ. ουσ.) το κόντρα και η… …   Dictionary of Greek

  • κόντρα — επίρρ. τροπ. (λ. ιταλ.) 1. εναντίον, αντίθετα: Πηγαίναμε κόντρα στον άνεμο. 2. φρ., «Όλα μου έρχονται κόντρα», όλα μου πάνε ανάποδα. 3. ως άκλ. ουσ., το κόντρα σημαίνει το ξύρισμα που γίνεται μετά το πρώτο και σε αντίθετη φορά από εκείνο. η 1.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόντρα-πλακέ — (γαλλ. contre plaqué). Υλικό ξύλου βιομηχανικής κατασκευής, που αποτελείται από τρία ή περισσότερα λεπτά φύλλα ξύλου κολλημένα σε αλλεπάλληλες στρώσεις, έτσι ώστε οι ίνες του ενός φύλλου να διασταυρώνονται κάθετα προς τις ίνες του επόμενου,… …   Dictionary of Greek

  • Κόντρα Βιλαρά — Οικισμός (57 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής …   Dictionary of Greek

  • ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… …   Dictionary of Greek

  • Regionalwahlen in Griechenland 2010 — Mit der Umsetzung des Kallikratis Programms wurde für die dreizehn griechischen Regionen die Selbstverwaltung ab dem 1. Januar 2011 eingeführt. Die ersten griechischen Regionalwahlen fanden am 7. und 14. November 2010 statt. Zu wählen waren die… …   Deutsch Wikipedia

  • εναντιοδρομώ — ( έω) (Α ἐναντιοδρομῶ) τρέχω, κινούμαι προς κάποιον κατ αντίθετη προς αυτόν διεύθυνση και τόν συναντώ νεοελλ. ναυτ. πλέω κατ αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε άλλο πλοίο, με την πλώρη να κατευθύνεται προς την πλώρη του, πλέω αντίπρωρα (ανάπλωρα),… …   Dictionary of Greek

  • κοντράρω — εναντιώνομαι, πηγαίνω κόντρα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόντρα + κατάλ. άρω (πρβλ. αριβ άρω, σωφ άρω)] …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων …   Dictionary of Greek

  • Hymettus — This article is about the mountain. For the suburb of Athens, see Ymittos. Hymettus Mount Hymettus from the east Elevation …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»