-
1 фанерный
επ.του κόντρα-πλακέ ή από κόντρα-πλακέ•-ая фабрика φάμπρικα κατασκευής κόντρα-πλακέ•
фанерный чемоданчик βαλιτσάκι από κόντρα-πλακέ.
-
2 наперекор
επίρ. κ. πρόθ. ενάντια, αντίθετα προς, παρά και ενάντια, κόντρα σε πείσμα παρά•наперекор судьбы κόντρα στην τύχη•
длать наперекор κάνω σε πείσμα•
идти наперекор πηγαίνω κόντρα•
наперекор желаниям αντίθετα προς τους πόθους•
наперекор обычаю παρά τη συνήθεια.
-
3 фанерованный
επενδυμένος με κοντρα-πλακέ/καπλαμά-ать επενδύω με κοντρα-πλακέ/καπλαμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фанерованный
-
4 против
против 1) (напротив) απέναντι, αντίκρυ 2) (навстречу) ενάντια, κόντρα 3) (вопреки) παρά* εναντίον, κατά· \против воли παρά τη θέληση· выступать \против διαφωνώ* иметь что-л. \против έχω κάτι αντίρρηση· за и \против υπέρ και κατά* * *1) ( напротив) απέναντι, αντίκρυ2) ( навстречу) ενάντια, κόντρα3) ( вопреки) παρά; εναντίον, κατάпро́тив во́ли — παρά τη θέληση
выступа́ть про́тив — διαφωνώ
име́ть что́-л. про́тив — έχω κάτι αντίρρηση
за и про́тив — υπέρ και κατά
-
5 против
противпредлог с род. п.1. (напротив) ἀπέναντι, ἀντίκρυ:остановиться \против дома σταματώ ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι·2. (навстречу) ἐνάντια, κόντρα:\против течения ἐνάντια στό ρεδμα, ἀναπόταμα· плыть \против ветра πλέω κόντρα στον ἄνεμο·3. (вопреки, вразрез) κατά, παρά, ἐναντίον:\против всякого ожида́ния ἐντελ!ώς ἀναπάντεχα, παρά πἄσαν προσδοκίαν \против совести παρά τήν συνείδησιν \против воли παρά τή θέληση· выступать \против διαφωνώ, ἀντιλέγω, κατακρίνὠ быть \против εἶμαι ἀντίθετος, εἶμαι κατά, διαφωνώ· иметь что-л, \против ἔχω ἀντίρρηση· я ничего не имею \против δέν ἔχω καμμιά ἀντίρρηση· за и \против ὑπέρ καί κατά·4. (по сравнению) σέ σύγκριση μέ, σχετι-κά [-ῶς]:вдвое больше \против прошлого года διπλάσιο σέ σύγκριση μέ τό περσινό· ◊ средство \против ревматизма φάρμακο γιά τους ρευματισμούς· три \против одного τρεις μέ ἐναν. -
6 фанера
-ы θ.1. το κόντρα-πλακέ.2. λεπτό φύλλο ξύλου (από το οποίο γίνεται το κόντρα—πλακέ). -
7 фанеровать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. фанерованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.μ. ντύνω (επενδύω) με κόντρα-πλακέ.ντύνομαι (επενδύομαι) με κόντρα-πλακέ. -
8 ветep
ο άνεμ/οςο αέραςдвигаться с попутным - ром πηγαίνω με ούριο - ο, αρμενίζω με (άνεμο) πρίμαпротив - ра αντιπλέω, πλέω κόντρα στον - овстречный - αντίθετος -, αντίπρω-ρος -лёгкий - ασθενής/ελαφρός -попутный - ούρι-ος/ευνοϊκός -постоянный - σταθερός -, διαρκής -сильный - ισχυρός/δυνατός -слабый - ελαφρύς/λεπτός -холодный - τσουχτερός/πα-γερός -шквалистый - ο πέμφιξ, αιφνίδιος δυνατός -штормовой - η (ανεμοθύελλα/καταιγίδαСеверный (норд) Βορράς/Βοριάς (Τραμουντάνα)Южный (зюйд) Νότος/Νοτιάς (Όστρια)Юго-западный (зюйд-вест) Αιψ, Λιβός, Αίβας (Γαρμπής)Западно-северо-западный (вест-норд-вест) Σκιρωνοζέφυρος (Πουνεντομαΐστρος)Северо-ссверо-западный - (норд-норд-вест) Σκιρωνοβορράς (Μαϊστροτραμουντάνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветep
-
9 стопорение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стопорение
-
10 фальшкиль
мор. το χέλυσμαη ψευ-δοτρόπιδατο υποτρόπιοη πρόσθετος τρό-πιςη κόντρα καρένα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фальшкиль
-
11 фанера
ο καπλαμάς, разг. το κοντρα-πλακέ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фанера
-
12 щит
1. (управления) о πίνακαςглавный распределительный (ГРЩ) - эл. κύριος - διανομής2. (защитное устройство) το σανί-δωμα 3. геол., ист. η ασπίς, η ασπίδα 4. аст. (созвездие) η Ασπίς (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > щит
-
13 ветер
ветерм ὁ ἄνεμος, ὁ ἀέρας, ὁ ἀγέρας, ὁ ἀήρ:попу́тный \ветер ὁ ὁϋριος ἄνεμος, ὁ πρίμος ἄνεμος· встречный \ветер ὁ ἐνάντιος ἄνεμος· восточный \ветер ὁ ἀνατολικός ἄνεμος, ὁ λεβάντες· западный \ветер ὁ δυτικός ἄνεμος, ὁ ζέφυρος, ὁ πονέντες· северный \ветер ὁ βορράς, ὁ βοριᾶς, ἡ τραμουντάνα· южный \ветер ὁ νότος, ὁ νοτιάς, ἡ ὀστρια· се-веровосто́чный \ветер ὁ βορειοανατολικός ἄνεμος, мор. ὁ γραίγος, ὁ μέσης· \ветер стих ὁ ἄνεμος ἐκόπασε, ὁ ἄνεμος ἐπεσε· идти по ветру οὐριοδρομῶ, ἀρμενίζω πρίμα, πηγαίνω μέ ὁβριό ἄνεμο· идти́ против ветра ἀντιπλέω, πλέω κόντρα στον ἄνεμο· ◊ держать нос по ветру разг πάω ὅπου φυσήξει ὁ ἄνεμος, εἶμαι ἀνε-μοδούρα· бросать слова на \ветер μιλάω ἀνεύθυνα, λεγω λόγια στον ἀέρα· у него́ \ветер в голове разг ἔχει τά μυαλά πάνω ἀπ' τό κεφάλι του, εἶναι ἐλαφρόμυαλος· ищи́ ветра в поле τρέχα γύρευέ τον. -
14 ворс
ворсм ἡ τρίχα, τό χνούδι:по \ворсу κατά τή διεύθυνση των τριχών против \ворса ἀντίθετα προς τήν κλίση τών τριχών κόντρα. -
15 вразрез
вразрезнареч ἐνάντια, ἀντίθετα, ἀντίστροφα:идти \вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα (κόντρα) σέ κάτι. -
16 контрамарка
контрамаркаж театр. ἡ κοντρα-μάρκα. -
17 контрапункт
контрапунктм муз. ἡ ἀντίστιξη [-ις], τό κόντρα-ποῦντο. -
18 обшивать
обшиватьнесов1. (по краям) φώνω, περιρράπτω; \обшивать каймой βάζω μπορντουρα· \обшивать тесьмой σειριτώνω·2. (посылку и т п.) ντύνω, σκεπάζω·3. стр. καπλαντιζω / ἐηιααηδώνω (доска-МГ:\обшивать ФанеР°й ч σκεπάζω μέ κοντρα-πλακέ· 4 (кого-л.) разг ράβω κάποιον, κάνω ροῦχα γιά κάποιον. -
19 вразрез
επίρ.αντίθετα, ενάντια, κόντρα•идти вразрез с... πηγαίνω αντίθετα με
-
20 гладить
-жу, -дишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. глаженный, βρ: -жен, -а, -о, ρ.δ.1. σιδερώνω (ρούχα).2. χαϊδεύω, θωπεύω.εκφρ.гладить против шерсти – πηγαίνω αντίθετα, κόντρα•гладить по головке – επαινώ, εγκρίνω άσχημη συμπεριφορά, πράξεις.σιδερώνομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κόντρα — (Μ κόντρα) επίρρ. 1. αντίθετα, εναντίον («έχουμε κόντρα τον ήλιο») 2. αντίξοα, ανάποδα, στραβά («μού έρχονται όλα κόντρα») 3. φρ. «πηγαίνω κόντρα σε κάποιον» εναντιώνομαι, αντιστρατεύομαι κάποιον νεοελλ. 1. (ως ουδ. ή θηλ. ουσ.) το κόντρα και η… … Dictionary of Greek
κόντρα — επίρρ. τροπ. (λ. ιταλ.) 1. εναντίον, αντίθετα: Πηγαίναμε κόντρα στον άνεμο. 2. φρ., «Όλα μου έρχονται κόντρα», όλα μου πάνε ανάποδα. 3. ως άκλ. ουσ., το κόντρα σημαίνει το ξύρισμα που γίνεται μετά το πρώτο και σε αντίθετη φορά από εκείνο. η 1.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόντρα-πλακέ — (γαλλ. contre plaqué). Υλικό ξύλου βιομηχανικής κατασκευής, που αποτελείται από τρία ή περισσότερα λεπτά φύλλα ξύλου κολλημένα σε αλλεπάλληλες στρώσεις, έτσι ώστε οι ίνες του ενός φύλλου να διασταυρώνονται κάθετα προς τις ίνες του επόμενου,… … Dictionary of Greek
Κόντρα Βιλαρά — Οικισμός (57 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής … Dictionary of Greek
ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… … Dictionary of Greek
Regionalwahlen in Griechenland 2010 — Mit der Umsetzung des Kallikratis Programms wurde für die dreizehn griechischen Regionen die Selbstverwaltung ab dem 1. Januar 2011 eingeführt. Die ersten griechischen Regionalwahlen fanden am 7. und 14. November 2010 statt. Zu wählen waren die… … Deutsch Wikipedia
εναντιοδρομώ — ( έω) (Α ἐναντιοδρομῶ) τρέχω, κινούμαι προς κάποιον κατ αντίθετη προς αυτόν διεύθυνση και τόν συναντώ νεοελλ. ναυτ. πλέω κατ αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε άλλο πλοίο, με την πλώρη να κατευθύνεται προς την πλώρη του, πλέω αντίπρωρα (ανάπλωρα),… … Dictionary of Greek
κοντράρω — εναντιώνομαι, πηγαίνω κόντρα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόντρα + κατάλ. άρω (πρβλ. αριβ άρω, σωφ άρω)] … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων … Dictionary of Greek
Hymettus — This article is about the mountain. For the suburb of Athens, see Ymittos. Hymettus Mount Hymettus from the east Elevation … Wikipedia