Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κόντρα

  • 21 контра

    βλ. контры.
    επίρ.
    κατά, αντίθετα, κόντρα•

    про и контра υπέρ και κατά.

    θ.
    (απλ.) αντεπαναστάτης.

    Большой русско-греческий словарь > контра

  • 22 контрамарка

    θ.
    αντεισιτήριο, κοντρα-μάρκα, κουπόνι.

    Большой русско-греческий словарь > контрамарка

  • 23 контры

    контр πλθ. (ενκ. контра -ы, θ.) (απλ.) διαφωνίες, έριδες, μαλώματα, αντιθέσεις•

    у тебя с ним контры εσύ μ αυτόν τα πας κόντρα.

    Большой русско-греческий словарь > контры

  • 24 корёжить

    -жу, -жишь ρ.δ. μ. (απλ.)
    1. ξεριζώνω, σπάζω•

    буря -ла деревья η θύελλα ξερίζωσε τα δέντρα.

    (απρόσ.) σκεβρώνω•

    фанеру -ит от сырости το κόντρα-πλακέ σκεβρώνει από την υγρασία.

    2. βαρυαλγώ• σφαδάζω• σπαράζω, κατατρύχομαι από τους πόνους•

    его -ит от боли αυτός κατατρύχεται από τους πόνους•

    ревматизм -ит его αυτός πονά φοβερά από τους ρευματισμούς.

    σκεβρώνω, στραβώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > корёжить

  • 25 неблагоприятный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    δυσμενής, όχι ευχάριστος ενάντιος, αντίξοος• μη ευνοϊκός•

    счастье у меня -о η τύχη μου πηγαίνει κόντρα•

    -ое обстоятельство δυσάρεστο περιστατικό•

    неблагоприятный оборот дела δυσάρεστη τροπή της υπόθεσης.

    || αρνητικός• άσχημος•

    на запрос мною получен неблагоприятный ответ σε επερώτηση μου πήρα αρνητική απάντηση•

    -ая погода παλιόκαιρος.

    Большой русско-греческий словарь > неблагоприятный

  • 26 однослойный

    επ.
    που έχει ένα στρώμα ή φύλλο•

    однослойный эпителий ένα στρώμα επιθηλίου•

    однослойный ая фа-нра κόντρα πλακέ με ένα φύλλο.

    Большой русско-греческий словарь > однослойный

  • 27 поперечить

    -чу, -чишь
    ρ.σ. με δοτ. αντιλέγω, αντιτείνω, φέρω αντιρρήσεις, πηγαίνω αντίθετα, κόντρα.

    Большой русско-греческий словарь > поперечить

  • 28 против

    σύνδ.
    1. απέναντι, έναντι, αντίκρυ•

    -дома стоит высокое дерево απέναντι από το σπίτι υπάρχει ψηλό δέντρο.

    2. κατά, προς•

    смотреть против солнца κοιτάζω κατά τον ήλιο.

    || παρά, χωρίς•

    против воли отца παρά τη θέληση του πατέρα•

    против моего желания παρά την επιθυμία μου.

    || ενάντια, αντίθετα, κόντρα•

    ты не дспротив лжен идти против родителей δεν πρέπει να πηγαίνεις ενάντια προς τους γονείς.

    3. αντίθετα•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα•

    против ветра αντίθετα προς τον άνεμο.

    4. κατά, για•

    лекарство против кашля φάρμακο για το βήχα.

    || κατά, παρά•

    ошибка против языка, против грамматики λάθος γλωσσικό, γραμματικό.

    5. κατά, εναντίον•

    десять шансов против одного δέκα πιθανότητες κατά μιας.

    εκφρ.
    я не против – δεν είμαι ενάντιος, δεν έχω αντίρρηση.

    Большой русско-греческий словарь > против

  • 29 ссохнуться

    -кусь, -нешься, παρλθ. χρ. ссохся, -лась, -лось
    ρ.σ.
    παραξηραίνομαι, σκεβρώνω, στραβώνω•

    фанера ссохлась το κόντρα πλακέ σκέβρωσε από την ξηρασία.

    || μτφ. αδυνατίζω, στεγνώνω, ισχναίνω. || στεγνώνω, ξηραίνομαι (για στόμα, χείλη).

    Большой русско-греческий словарь > ссохнуться

  • 30 фанерка

    θ.
    κομματάκι από κόντρα-πλακέ.

    Большой русско-греческий словарь > фанерка

  • 31 фанерование

    ουδ.
    επένδυση με κόντρα-πλακέ.

    Большой русско-греческий словарь > фанерование

  • 32 фанерованный

    επ. από μτχ.
    επενδυμένος με κόντρα-πλακέ.

    Большой русско-греческий словарь > фанерованный

  • 33 фанеровщик

    α.
    -ца, -ы θ.
    επενδυτής, -τρια με κόντρα-πλακέ.

    Большой русско-греческий словарь > фанеровщик

  • 34 шпон

    α. κ. шпона
    θ.
    φύλλο για κόντρα πλακέ. || (τυπογρ.) μεσόστιχο, διάστιχο.

    Большой русско-греческий словарь > шпон

См. также в других словарях:

  • κόντρα — (Μ κόντρα) επίρρ. 1. αντίθετα, εναντίον («έχουμε κόντρα τον ήλιο») 2. αντίξοα, ανάποδα, στραβά («μού έρχονται όλα κόντρα») 3. φρ. «πηγαίνω κόντρα σε κάποιον» εναντιώνομαι, αντιστρατεύομαι κάποιον νεοελλ. 1. (ως ουδ. ή θηλ. ουσ.) το κόντρα και η… …   Dictionary of Greek

  • κόντρα — επίρρ. τροπ. (λ. ιταλ.) 1. εναντίον, αντίθετα: Πηγαίναμε κόντρα στον άνεμο. 2. φρ., «Όλα μου έρχονται κόντρα», όλα μου πάνε ανάποδα. 3. ως άκλ. ουσ., το κόντρα σημαίνει το ξύρισμα που γίνεται μετά το πρώτο και σε αντίθετη φορά από εκείνο. η 1.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόντρα-πλακέ — (γαλλ. contre plaqué). Υλικό ξύλου βιομηχανικής κατασκευής, που αποτελείται από τρία ή περισσότερα λεπτά φύλλα ξύλου κολλημένα σε αλλεπάλληλες στρώσεις, έτσι ώστε οι ίνες του ενός φύλλου να διασταυρώνονται κάθετα προς τις ίνες του επόμενου,… …   Dictionary of Greek

  • Κόντρα Βιλαρά — Οικισμός (57 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής …   Dictionary of Greek

  • ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… …   Dictionary of Greek

  • Regionalwahlen in Griechenland 2010 — Mit der Umsetzung des Kallikratis Programms wurde für die dreizehn griechischen Regionen die Selbstverwaltung ab dem 1. Januar 2011 eingeführt. Die ersten griechischen Regionalwahlen fanden am 7. und 14. November 2010 statt. Zu wählen waren die… …   Deutsch Wikipedia

  • εναντιοδρομώ — ( έω) (Α ἐναντιοδρομῶ) τρέχω, κινούμαι προς κάποιον κατ αντίθετη προς αυτόν διεύθυνση και τόν συναντώ νεοελλ. ναυτ. πλέω κατ αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε άλλο πλοίο, με την πλώρη να κατευθύνεται προς την πλώρη του, πλέω αντίπρωρα (ανάπλωρα),… …   Dictionary of Greek

  • κοντράρω — εναντιώνομαι, πηγαίνω κόντρα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόντρα + κατάλ. άρω (πρβλ. αριβ άρω, σωφ άρω)] …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων …   Dictionary of Greek

  • Hymettus — This article is about the mountain. For the suburb of Athens, see Ymittos. Hymettus Mount Hymettus from the east Elevation …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»