-
1 κρηνηθεν
См. также в других словарях:
λίμνηθεν — (Α) επίρρ. από τη λίμνη ή από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. κρήνη θεν, πάτρη θεν)] … Dictionary of Greek
ξένηθεν — ξένηθεν, ιων. τ. ξείνηθεν (Α) επίρρ. από ξένη χώρα, από την ξενιτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένη / ξείνη «ξένη χώρα» + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. κρήνη θεν)] … Dictionary of Greek
παλαχήθεν — παλαχῆθεν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐκ γενεᾱς, ἐκ παλαιοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαχή + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. κρήνη θεν)] … Dictionary of Greek
κρήνηθεν — (Α) επίρρ. από την κρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. άλλο θεν, οίκο θεν)] … Dictionary of Greek