-
101 κορυφήσιν
κορύπτωbutt with the head: aor subj pass 3rd sg (epic)κορυφήhead: fem dat pl (epic ionic) -
102 κορυφῇσιν
κορύπτωbutt with the head: aor subj pass 3rd sg (epic)κορυφήhead: fem dat pl (epic ionic) -
103 κορυφαίς
-
104 κορυφαῖς
-
105 κορυφαίσι
-
106 κορυφαῖσι
-
107 κορυφαίσιν
-
108 κορυφαῖσιν
-
109 κορυφών
κορυφήhead: fem gen plκορυφόωbring to a head: pres part act masc voc sg (doric aeolic)κορυφόωbring to a head: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)κορυφόωbring to a head: pres part act masc nom sgκορυφόωbring to a head: pres inf act (doric) -
110 κορυφῶν
κορυφήhead: fem gen plκορυφόωbring to a head: pres part act masc voc sg (doric aeolic)κορυφόωbring to a head: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)κορυφόωbring to a head: pres part act masc nom sgκορυφόωbring to a head: pres inf act (doric) -
111 κορυφάν
κορυφά̱ν, κορυφήhead: fem acc sg (doric aeolic) -
112 κορυφάς
κορυφάςedge of the navel: fem nom sgκορυφά̱ς, κορυφήhead: fem acc pl -
113 κορυφάων
κορυφά̱ων, κορυφήhead: fem gen pl (epic aeolic) -
114 Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο ( να βγάλω τα παπούτσια) μου να μη βραχεί ομπρέλα– Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου• В огороде бузина, а в Киеве дядька• Ни к селу, ни к городуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου
-
115 δειράρ
δειράρ· κορυφή, Hsch. ([dialect] Lacon. = sq.) -
116 εὐκόρυφος
A with handsome head, Herm. ap. Stob.1.49.45: metaph., of sentences, well wound up, ending well, D.H.Dem. 40,43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκόρυφος
-
117 κόρυμβος
A uppermost point, once in Hom., νηῶν.. ἄκρα κόρυμβα high-pointed sterns of ships, Il.9.241 ( = ἄφλαστα, ἀκροστόλια, Hsch., but the meaning was disputed, Ar.Fr. 222);νεὼς κόρυμβα A.Pers. 411
, cf. E.IA 258 (lyr.);ἀφλάστοιο κόρυμβα A.R.2.601
;ἄφλαστα καὶ κ. Lyc.295
.2 the top of a hill,φεύγοντες ἐπὶ τοῦ ὄρεος τὸν κ. Hdt. 7.218
, cf. D.H.9.23;ἐπ' ἄκρον κ. ὄχθου A.Pers. 659
(lyr.).II = κρωβύλος, κ. τῶν τριχῶν Heraclid.Pont. ap. Ath.12.512c;ἀσκητὸς ἐϋσπείροισι κορύμβοις AP6.219
(Antip.), cf. Com.Adesp.1331.III cluster of the ivy fruit, κόρυμβα ἀμφὶ κρητὶ κίσσιν' ἔστεπτο prob. in Herod.8.33, cf. Corn.ND30, AP12.8 (Strat.), Plu.2.648f, Him.Or. 13.7: generally, cluster of fruit or flowers, Mosch.3.4, Nonn.D.12.224.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόρυμβος
-
118 κορυφίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφίς
-
119 κόρυφος
κόρῠφ-ος, ὁ,A = κορυφή 1.3, IG42(1).71.17, al. (Epid.).II pet name for a child (?), PTeb.414.7 (ii A. D.).III Alexandrian word for ὁ ὡς κόρη οἰφώμενος, Sch.Theoc.4.62 (v.l. κόροιφος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόρυφος
-
120 μηλοσκόπος
μηλο-σκόπος κορυφή, the top of a hillGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλοσκόπος
См. также в других словарях:
κορυφή — κορυφή, η και κορφή, η 1. το ανώτατο σημείο της κεφαλής του ανθρώπου και των ζώων. 2. το ανώτατο σημείο οποιουδήποτε πράγματος: Ανέβηκε στην κορφή του βουνού. 3. ο τρυφερός βλαστός φυτού. 4. η πέτσα που σχηματίζει το γάλα στην επιφάνειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κορυφῇ — Κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφή — head fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — head fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
Κορυφή — Sp Korifė Ap Κορυφή/Koryfi L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κορυφῇ — κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύφη — κορύπτω butt with the head aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδάμ, Κορυφή του– — Βουνό (2.243 μ.) της Σρι Λάνκα, από γνεύσιο. Θεωρείται τόπος ιερός από τους ινδουϊστές, τους μουσουλμάνους και τους βουδιστές. Το επισκέπτονται πάρα πολλοί προσκυνητές, που πιστεύουν ότι ένα κοίλωμα στην κορυφή του είναι πατημασιά του Αδάμ ή του… … Dictionary of Greek
Κάτω Κορυφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 96 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμωπείας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. ΒΔ της πόλης της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αριδαίας … Dictionary of Greek
κορυφῆι — κορυφῇ , κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg κορυφῇ , κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)